2009/03/06

Μία γυναίκα πίσω από ένα πέπλο...


Σε μία από τις προηγούμενες αναρτήσεις, έγραφα πως τα όνειρα ως γεγονός διαδραματίζουν ένα ρόλο για το ίδιο το άτομο: τον ξύπνιο (πλέον) ονειρευόμενο. Όταν το άτομο λέει: «είδα ένα όνειρο» εννοεί πως είναι το υποκείμενο του ονείρου: το όνειρο δημιουργήθηκε από τον ίδιο.
Η στάση του όμως απέναντι στο όνειρο, όταν το περιγράφει, είναι σαν να υπάρχει κάτι ξένο, μη αναγνωρίσιμο, κάτι αλλότριο, ίσως και απόκοσμο σε αυτό. Σιγά-σιγά, δεν το αναγνωρίζει ως δικό του αλλά αποστασιοποιείται από αυτό («…τη στιγμή εκείνη λέει…», σαν να το υπαγορεύει ένας τρίτος), ολισθαίνοντας στη θέση του αντικειμένου, δηλαδή αυτού που υποβάλλεται σε μία ενέργεια.
Από δημιουργός γίνεται αντικείμενο.
Έλεγα επίσης πως τα όνειρα (αν όχι όλα, κάποια συγκεκριμένα που συνδέονται με κομβικά σημεία για την εξέλιξη της ψυχοθεραπείας και μπορεί να αναφέρονται τόσο στο παρόν όσο και στο παρελθόν) μπορούν να έχουν ειδική χρήση στην ψυχοθεραπεία και πως αυτά αποκτούν άλλο νόημα μέσα από την ξεχωριστή δυαδική σχέση θεραπευόμενου-θεραπευτή.
Πρόκειται πράγματι για μία σχέση ειδική.


Από την πρώτη κιόλας στιγμή της διαδικασίας, ο πελάτης δείχνει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο πρόσωπο του θεραπευτή του και σταδιακά, δημιουργείται μία ιδιαίτερη χημεία, ένας σημαντικός δεσμός και ένα δέσιμο, μέσα στο πλαίσιο εμπιστοσύνης και επαγγελματικής συνεργασίας.

Το γεγονός αυτό ξεκινά από το αίτημα του θεραπευόμενου να δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα που τον αφορούν και αναφέρονται στη ζωή του και στην υπόστασή του. Για τον πελάτη (τη λέξη τη χρησιμοποιώ ως συνώνυμο του «θεραπευόμενου» ή «ατόμου» ή «υποκειμένου», θα μπορούσα επίσης να τον αποκαλέσω και «συνεργάτη» – όπως το αντιλαμβάνομαι), η σχέση αυτή έχει την απαρχή της σε αυτό που θεωρεί ως «δεδομένο» ότι δηλαδή ο ψυχοθεραπευτής είναι εκείνος που γνωρίζει να απαντήσει στα ερωτήματά του.

Ωστόσο, υπάρχει και ένα κριτήριο το οποίο εφαρμόζω στην ψυχοθεραπεία σε σχέση με τα όνειρα και την ανάλυσή τους.


Ασχολούμαι με το ονειρικό αντικείμενο (σχεδόν αποκλειστικά) μόνο όταν έχει διαμορφωθεί μία σχέση εμπιστοσύνης, η οποία επιτρέπει, μέσα στο κατάλληλο πλαίσιο το άτομο να διατυπώσει ελεύθερα τις σκέψεις του και αυτές να έρθουν και να συνδεσμολογηθούν κατάλληλα με στοιχεία που έχουν διατυπωθεί ή που πρόκειται στη συνέχεια της θεραπείας να διατυπωθούν.
Κάτω από τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ορισμένες φορές –όχι σπάνια- τα άτομα παρουσιάζουν ένα περίεργο, θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κάποιος, φαινόμενο: αντιλαμβάνονται πολλά πράγματα από μόνοι τους και τα αποκωδικοποιούν και τα συνδέουν κατάλληλα. Μπορούν να ξεφύγουν από το έκδηλο περιεχόμενο και να διακρίνουν το λανθάνον του ονείρου.
Σαν να σηκώνεται ένα πέπλο και βλέπουν κάτι που υπήρχε από πριν και ενώ το γνώριζαν… δεν το έβλεπαν.
Η διαπίστωση είναι πως το υποκείμενο του ονείρου και της θεραπείας υποψιάζεται, δείχνει να ξέρει ότι κατέχει μιαν αλήθεια (έχει μία πεποίθηση για το τι του έχει συμβεί), αλλά που παραμένει κρυμμένη και κωδικοποιημένη μέσα στον πόνο ή τα συμπτώματά του όπως και στο όνειρο (τονίζω την ομοιότητα που υπάρχει στον σχηματισμό του συμπτώματος και του ονείρου) – αυτό το αντιλαμβάνεται όταν, με την ματιά του θεραπευτή, καταφέρει το πέπλο αυτό να σηκωθεί.
Πρόκειται λοιπόν για µια ασυνείδητη ενεργητική άγνοια, απ’ την οποία το υποκείμενο υποφέρει. Και πάνω σ’ αυτή την άγνοια, το υποκείμενο θα χρειαστεί να αναρωτηθεί και να θέσει τα ερωτήματά του.
Χωρίς το βίωμα του πόνου αυτού (θέλω να πω πως αν ένα άτομο είναι ικανοποιημένο από την κατάσταση που βιώνει, δεν μπορεί να θέλει και δεν υπάρχει λόγος να την αλλάξει) και του ερωτήματος «γιατί…;» δεν γίνεται να υπάρξει ανάλυση και θεραπεία: και τα δυο είναι απαραίτητα συνδετικά στοιχεία.

Στην εργασία αυτή, η ανάλυση ενός ονείρου είναι σαν την λύση ενός γρίφου: «Ποιο ον το πρωί στέκεται στα τέσσερα, το μεσημέρι στα δύο και το βράδυ στα τρία;».

Ακολούθησα κάποτε την ξενάγηση ενός ζωγράφου σουρεαλιστή στην αναδρομική του έκθεση και μπροστά σε έναν πίνακα, αρκέστηκε να πει πως αυτός είναι ο αγαπημένος του, χωρίς να προσθέσει κάτι παραπάνω, τη στιγμή που μπροστά στους άλλους πίνακες αφιέρωνε αρκετή ώρα στην ανάλυση της σκέψη του, στην τεχνική που χρησιμοποίησε, το τι ήθελε να τονίσει…

Στον πίνακα αυτόν «είδα» να σχηματίζεται μία γυναίκα από το ανάγλυφο του εδάφους και να φαίνεται αχνά πίσω από ένα πέπλο. Ξαπλωμένη και κουλουριασμένη σε στάση εμβρυακή. Δεν ήταν μόνο σχήμα αλλά και όγκος, αφού περιγράφονταν το ανάγλυφο του στήθους, των γλουτών, τα μαλλιά..
Είπα: «βλέπω…» περιγράφοντας αυτό που υπέθετα ότι είχε ζωγραφίσει. Αισθάνθηκα το βλέμμα του επάνω μου έκπληκτο και ίσως υπερβολικά έντονο, σαν να ενοχλήθηκε από κάτι.
Με την ολοκλήρωση της ξενάγησης μου είπε: «τώρα ξέρω γιατί είναι ο αγαπημένος μου…»


Αν δεν ήθελε να ζωγραφίσει τη γυναίκα στο σημείο εκείνο, πως βρίσκεται εκεί; Πως γίνεται ο δημιουργός να μη το γνωρίζει;
Απλή σύμπτωση, τύχη και μορφολογικός ανασχεδιασμός από πλευράς μου ή σχεδιασμός του ασυνειδήτου;

Όταν περιγράφουμε ένα όνειρο, ο καθένας μπορεί πάνω σε αυτό να προβάλλει δικά του στοιχεία, όπως ακριβώς «βλέπουμε» σ’έναν πίνακα…
Αν όμως κάποιος δει σ’έναν πίνακα αυτό που δεν είναι έκδηλο, σε πρώτο πλάνο;

Προσωπικά δεν πιστεύω στα τυχαία συμβάντα!
Εσείς;

Η ψυχοθεραπεία και τα όνειρα.


Στην πρώτη από τις πολλές εκδόσεις του βιβλίου του η «Ερμηνεία των ονείρων», που πρόλαβε να επεξεργαστεί ο ίδιος ο Φροϋντ, είχε την ανάγκη να διευκρινίσει πως όταν ασχολείται με την ανάλυση του ονείρου, το κάνει χωρίς να πιστεύει πως απομακρύνεται από το πεδίο της νευροπαθολογίας.

Η αλήθεια είναι πως, βαθιά οργανιστής ο ίδιος, τον απασχολούσε ιδιαίτερα το γεγονός ότι μπορεί ο αναγνώστης να παρερμηνεύσει την ενασχόληση αυτή, δεδομένων των στερεοτύπων. Έκτοτε, κατά καιρούς, οι βιολογικές και υπόλοιπες επιστήμες (ιατρική, ψυχοφυσιολογία, νευρολογία) έχουν ασχοληθεί με τα όνειρα και συχνά τα αποτελέσματα ίσως να έχουν αποθαρρύνει αρκετούς ψυχοθεραπευτές από την «επιστημονικότητα» που μπορεί να έχει (ή να μην έχει) μία ερμηνεία του ονείρου.

Τέλος, ένας επιπλέον λόγος που εξηγεί ίσως το γεγονός ότι οι ψυχοθεραπευτές δεν δίνουν την απαραίτητη σημασία, πάντα κατά τη δική μου άποψη, είναι το ότι οι ίδιοι (ακόμη και οι εκπαιδευμένοι στην ψυχοδυναμική οπτική, βλέπε σχολές ψυχαναλυτικές) δεν έχουν αναλυθεί με τα όνειρά τους. Αν οι ίδιοι δεν έχουν βιώσει την διαδικασία, πως θα μπορούσαν να το θεωρήσουν σημαντικό και να το κάνουν ως θεραπευτές άλλωστε;

Η ανάλυση των ονείρων στην επιστήμη μας έδωσε με την σειρά της άλλες σημαντικές ανακαλύψεις όπως την εκβάθυνση της θεωρίας της παιδικής σεξουαλικότητας, την διαμόρφωση της μεθόδου των ελεύθερων συνειρμών, την αγωνία του θανάτου και πολλών άλλων που αποτέλεσαν τους ακρογωνιαίους λίθους για την ανάπτυξη της κλινικής ψυχολογίας.
Για τον Φροϋντ, καμία άλλη θεωρία του δεν παρέμεινε έως τέλους, τόσο αναλλοίωτη όσο η «βασιλική οδός της γνώσης του ασυνειδήτου».
Αναφέρομαι συνέχεια στο Φροϋντ, όχι γιατί δεν υπάρχουν άλλοι που στη συνέχεια δεν πρόσθεσαν τα δικά τους σημαντικά λιθαράκια στο οικοδόμημα αλλά νομίζω πως μπορούμε να του αναγνωρίσουμε, όσο και αν μπορούμε να διαφωνούμε σε άλλα σημεία, το γεγονός πως ήταν ο πρώτος σύγχρονος επιστήμονας που ασχολήθηκε διεξοδικά με το θέμα και κατάδειξε ότι υπάρχει κάτι εκεί για ανακάλυψη.
Με το τελευταίο αυτό σημείο, νομίζω πως απαντώ στον Μάρκο που μου έστειλε με μήνυμα την συγκεκριμένη ερώτηση.

Σχετικά με τα παραπάνω, θα ήθελα να διευκρινίσω τη θέση μου. Στην δική μου δουλεία, εννοώ στον τρόπο που εργάζομαι, τα όνειρα μπορούν να αποτελέσουν ένα μόνο μικρό μέρος θεραπευτικό αλλά όχι λιγότερο σημαντικό από το υπόλοιπο. Το πώς και το γιατί θα το αναφέρω σε επόμενη ανάρτηση. Να πω μόνο εδώ, ότι πιστεύω πως τα όνειρα μπορούν να είναι ένα πολύτιμο βοήθημα για μία αποτελεσματική θεραπεία, όταν τουλάχιστον αυτή θέτει ως στόχο της την προσέγγιση του ασυνειδήτου.

Τα όνειρα και οι ψυχοθεραπευτές.


Όλοι οι ψυχοθεραπευτές δεν ασχολούνται με τα όνειρα.
Αυτό είναι μια πραγματικότητα. Οι λόγοι μπορεί να είναι πολλοί και διαφορετικοί.
Ίσως το γεγονός ότι το ονειρικό υλικό έχει προσελκύσει παραδόσεις και δημιουργεί περίεργα αμαλγάματα με προλήψεις, θρησκευτικές αντιλήψεις κ.α. είναι ένας λόγος που έχει φοβήσει αρκετούς και μπερδέψει άλλους.
Ίσως επίσης να έχει παίξει κάποιο ρόλο το γεγονός ότι ο όγκος της βιβλιογραφίας είναι πραγματικά τεράστιος και συχνά τα δεδομένα είναι αντιφατικά για να επιτρέψουν σε κάποιον να δημιουργήσει με ευκολία τη δική του θέση.
Υπάρχει όμως και ένας άλλος, σημαντικός κατά τη γνώμη μου, λόγος: είναι γεγονός πως αρκετοί σύγχρονοι ψυχοθεραπευτές ασχολούνται με μορφές ψυχοθεραπείας που έχουν υιοθετήσει τις βραχυχρόνιες θεραπείες και συνεπώς σε μία τόσο συνεπτυγμένη δουλειά, η οποία, ως επί το πλείστον, επικεντρώνεται στα συμπτώματα τα ίδια και στις τεχνικές μέσα από τις οποίες θα ξεπεραστούν, δεν υπάρχει η δυνατότητα να αφιερώσουν χρόνο στο ονειρικό περιεχόμενο.
Παράλληλα, πιστεύω πως αυτό είναι και μία σαφής επιλογή τους: δεν διαθέτουν χρόνο στα όνειρα ακόμη και όταν τους δίνεται η ευκαιρία, θεωρώντας τα ελάσσονος σημασίας. Πρόκειται για μία διαπίστωση και κανενός είδους κρίση και άλλωστε αντιλαμβανόμαστε πως δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς αφού, εκπαιδευμένοι σε ανάλογα μοντέλα, δεν έχουν μάθει να επεξεργάζονται τα όνειρα και κυρίως δεν έχουν αποκτήσει τις δεξιότητες να παρακολουθούν περιπτώσεις που «χρονίζουν» και χρειάζονται μεγαλύτερη επιμονή και υπομονή. «Βαθιά αναπνοή» θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αυτή τη δεξιότητα που αναφέρεται στην αντοχή των ψυχοθεραπευτών να αντέξουν σε θεραπείες που απαιτούν μεγαλύτερη, σε χρονική διάρκεια, προσήλωση και δουλειά, με την παρομοίωση με τους δρομείς μεγάλων αποστάσεων.
Έτσι, στα μοντέλα βραχείας ψυχοθεραπείας, που τείνουν να επικρατήσουν, η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχει αρκετός χρόνος για να αναζητήσουν άλλα βαθύτερα νοήματα.
Τα παραπάνω, μας ανοίγουν μία άλλη συζήτηση που θα ήθελα επίσης να ανοίξω σε ένα επόμενο θεματικό αφιέρωμα, ως αναφορά τα ερωτήματα: τι είναι ψυχοθεραπεία, ποιες είναι οι βασικές σχολές ή τάσεις και βασικά ποιος μπορεί να έχει ανάγκη από μία τέτοια παρέμβαση.