Σε μία από τις προηγούμενες αναρτήσεις, έγραφα πως τα όνειρα ως γεγονός διαδραματίζουν ένα ρόλο για το ίδιο το άτομο: τον ξύπνιο (πλέον) ονειρευόμενο. Όταν το άτομο λέει: «είδα ένα όνειρο» εννοεί πως είναι το υποκείμενο του ονείρου: το όνειρο δημιουργήθηκε από τον ίδιο.
Η στάση του όμως απέναντι στο όνειρο, όταν το περιγράφει, είναι σαν να υπάρχει κάτι ξένο, μη αναγνωρίσιμο, κάτι αλλότριο, ίσως και απόκοσμο σε αυτό. Σιγά-σιγά, δεν το αναγνωρίζει ως δικό του αλλά αποστασιοποιείται από αυτό («…τη στιγμή εκείνη λέει…», σαν να το υπαγορεύει ένας τρίτος), ολισθαίνοντας στη θέση του αντικειμένου, δηλαδή αυτού που υποβάλλεται σε μία ενέργεια.
Από δημιουργός γίνεται αντικείμενο.
Έλεγα επίσης πως τα όνειρα (αν όχι όλα, κάποια συγκεκριμένα που συνδέονται με κομβικά σημεία για την εξέλιξη της ψυχοθεραπείας και μπορεί να αναφέρονται τόσο στο παρόν όσο και στο παρελθόν) μπορούν να έχουν ειδική χρήση στην ψυχοθεραπεία και πως αυτά αποκτούν άλλο νόημα μέσα από την ξεχωριστή δυαδική σχέση θεραπευόμενου-θεραπευτή.
Πρόκειται πράγματι για μία σχέση ειδική.
Η στάση του όμως απέναντι στο όνειρο, όταν το περιγράφει, είναι σαν να υπάρχει κάτι ξένο, μη αναγνωρίσιμο, κάτι αλλότριο, ίσως και απόκοσμο σε αυτό. Σιγά-σιγά, δεν το αναγνωρίζει ως δικό του αλλά αποστασιοποιείται από αυτό («…τη στιγμή εκείνη λέει…», σαν να το υπαγορεύει ένας τρίτος), ολισθαίνοντας στη θέση του αντικειμένου, δηλαδή αυτού που υποβάλλεται σε μία ενέργεια.
Από δημιουργός γίνεται αντικείμενο.
Έλεγα επίσης πως τα όνειρα (αν όχι όλα, κάποια συγκεκριμένα που συνδέονται με κομβικά σημεία για την εξέλιξη της ψυχοθεραπείας και μπορεί να αναφέρονται τόσο στο παρόν όσο και στο παρελθόν) μπορούν να έχουν ειδική χρήση στην ψυχοθεραπεία και πως αυτά αποκτούν άλλο νόημα μέσα από την ξεχωριστή δυαδική σχέση θεραπευόμενου-θεραπευτή.
Πρόκειται πράγματι για μία σχέση ειδική.
Από την πρώτη κιόλας στιγμή της διαδικασίας, ο πελάτης δείχνει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο πρόσωπο του θεραπευτή του και σταδιακά, δημιουργείται μία ιδιαίτερη χημεία, ένας σημαντικός δεσμός και ένα δέσιμο, μέσα στο πλαίσιο εμπιστοσύνης και επαγγελματικής συνεργασίας.
Το γεγονός αυτό ξεκινά από το αίτημα του θεραπευόμενου να δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα που τον αφορούν και αναφέρονται στη ζωή του και στην υπόστασή του. Για τον πελάτη (τη λέξη τη χρησιμοποιώ ως συνώνυμο του «θεραπευόμενου» ή «ατόμου» ή «υποκειμένου», θα μπορούσα επίσης να τον αποκαλέσω και «συνεργάτη» – όπως το αντιλαμβάνομαι), η σχέση αυτή έχει την απαρχή της σε αυτό που θεωρεί ως «δεδομένο» ότι δηλαδή ο ψυχοθεραπευτής είναι εκείνος που γνωρίζει να απαντήσει στα ερωτήματά του.
Ωστόσο, υπάρχει και ένα κριτήριο το οποίο εφαρμόζω στην ψυχοθεραπεία σε σχέση με τα όνειρα και την ανάλυσή τους.
Το γεγονός αυτό ξεκινά από το αίτημα του θεραπευόμενου να δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα που τον αφορούν και αναφέρονται στη ζωή του και στην υπόστασή του. Για τον πελάτη (τη λέξη τη χρησιμοποιώ ως συνώνυμο του «θεραπευόμενου» ή «ατόμου» ή «υποκειμένου», θα μπορούσα επίσης να τον αποκαλέσω και «συνεργάτη» – όπως το αντιλαμβάνομαι), η σχέση αυτή έχει την απαρχή της σε αυτό που θεωρεί ως «δεδομένο» ότι δηλαδή ο ψυχοθεραπευτής είναι εκείνος που γνωρίζει να απαντήσει στα ερωτήματά του.
Ωστόσο, υπάρχει και ένα κριτήριο το οποίο εφαρμόζω στην ψυχοθεραπεία σε σχέση με τα όνειρα και την ανάλυσή τους.
Ασχολούμαι με το ονειρικό αντικείμενο (σχεδόν αποκλειστικά) μόνο όταν έχει διαμορφωθεί μία σχέση εμπιστοσύνης, η οποία επιτρέπει, μέσα στο κατάλληλο πλαίσιο το άτομο να διατυπώσει ελεύθερα τις σκέψεις του και αυτές να έρθουν και να συνδεσμολογηθούν κατάλληλα με στοιχεία που έχουν διατυπωθεί ή που πρόκειται στη συνέχεια της θεραπείας να διατυπωθούν.
Κάτω από τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ορισμένες φορές –όχι σπάνια- τα άτομα παρουσιάζουν ένα περίεργο, θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κάποιος, φαινόμενο: αντιλαμβάνονται πολλά πράγματα από μόνοι τους και τα αποκωδικοποιούν και τα συνδέουν κατάλληλα. Μπορούν να ξεφύγουν από το έκδηλο περιεχόμενο και να διακρίνουν το λανθάνον του ονείρου.
Σαν να σηκώνεται ένα πέπλο και βλέπουν κάτι που υπήρχε από πριν και ενώ το γνώριζαν… δεν το έβλεπαν.
Η διαπίστωση είναι πως το υποκείμενο του ονείρου και της θεραπείας υποψιάζεται, δείχνει να ξέρει ότι κατέχει μιαν αλήθεια (έχει μία πεποίθηση για το τι του έχει συμβεί), αλλά που παραμένει κρυμμένη και κωδικοποιημένη μέσα στον πόνο ή τα συμπτώματά του όπως και στο όνειρο (τονίζω την ομοιότητα που υπάρχει στον σχηματισμό του συμπτώματος και του ονείρου) – αυτό το αντιλαμβάνεται όταν, με την ματιά του θεραπευτή, καταφέρει το πέπλο αυτό να σηκωθεί.
Πρόκειται λοιπόν για µια ασυνείδητη ενεργητική άγνοια, απ’ την οποία το υποκείμενο υποφέρει. Και πάνω σ’ αυτή την άγνοια, το υποκείμενο θα χρειαστεί να αναρωτηθεί και να θέσει τα ερωτήματά του.
Χωρίς το βίωμα του πόνου αυτού (θέλω να πω πως αν ένα άτομο είναι ικανοποιημένο από την κατάσταση που βιώνει, δεν μπορεί να θέλει και δεν υπάρχει λόγος να την αλλάξει) και του ερωτήματος «γιατί…;» δεν γίνεται να υπάρξει ανάλυση και θεραπεία: και τα δυο είναι απαραίτητα συνδετικά στοιχεία.
Στην εργασία αυτή, η ανάλυση ενός ονείρου είναι σαν την λύση ενός γρίφου: «Ποιο ον το πρωί στέκεται στα τέσσερα, το μεσημέρι στα δύο και το βράδυ στα τρία;».
Ακολούθησα κάποτε την ξενάγηση ενός ζωγράφου σουρεαλιστή στην αναδρομική του έκθεση και μπροστά σε έναν πίνακα, αρκέστηκε να πει πως αυτός είναι ο αγαπημένος του, χωρίς να προσθέσει κάτι παραπάνω, τη στιγμή που μπροστά στους άλλους πίνακες αφιέρωνε αρκετή ώρα στην ανάλυση της σκέψη του, στην τεχνική που χρησιμοποίησε, το τι ήθελε να τονίσει…
Στον πίνακα αυτόν «είδα» να σχηματίζεται μία γυναίκα από το ανάγλυφο του εδάφους και να φαίνεται αχνά πίσω από ένα πέπλο. Ξαπλωμένη και κουλουριασμένη σε στάση εμβρυακή. Δεν ήταν μόνο σχήμα αλλά και όγκος, αφού περιγράφονταν το ανάγλυφο του στήθους, των γλουτών, τα μαλλιά..
Είπα: «βλέπω…» περιγράφοντας αυτό που υπέθετα ότι είχε ζωγραφίσει. Αισθάνθηκα το βλέμμα του επάνω μου έκπληκτο και ίσως υπερβολικά έντονο, σαν να ενοχλήθηκε από κάτι.
Με την ολοκλήρωση της ξενάγησης μου είπε: «τώρα ξέρω γιατί είναι ο αγαπημένος μου…»
Κάτω από τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ορισμένες φορές –όχι σπάνια- τα άτομα παρουσιάζουν ένα περίεργο, θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κάποιος, φαινόμενο: αντιλαμβάνονται πολλά πράγματα από μόνοι τους και τα αποκωδικοποιούν και τα συνδέουν κατάλληλα. Μπορούν να ξεφύγουν από το έκδηλο περιεχόμενο και να διακρίνουν το λανθάνον του ονείρου.
Σαν να σηκώνεται ένα πέπλο και βλέπουν κάτι που υπήρχε από πριν και ενώ το γνώριζαν… δεν το έβλεπαν.
Η διαπίστωση είναι πως το υποκείμενο του ονείρου και της θεραπείας υποψιάζεται, δείχνει να ξέρει ότι κατέχει μιαν αλήθεια (έχει μία πεποίθηση για το τι του έχει συμβεί), αλλά που παραμένει κρυμμένη και κωδικοποιημένη μέσα στον πόνο ή τα συμπτώματά του όπως και στο όνειρο (τονίζω την ομοιότητα που υπάρχει στον σχηματισμό του συμπτώματος και του ονείρου) – αυτό το αντιλαμβάνεται όταν, με την ματιά του θεραπευτή, καταφέρει το πέπλο αυτό να σηκωθεί.
Πρόκειται λοιπόν για µια ασυνείδητη ενεργητική άγνοια, απ’ την οποία το υποκείμενο υποφέρει. Και πάνω σ’ αυτή την άγνοια, το υποκείμενο θα χρειαστεί να αναρωτηθεί και να θέσει τα ερωτήματά του.
Χωρίς το βίωμα του πόνου αυτού (θέλω να πω πως αν ένα άτομο είναι ικανοποιημένο από την κατάσταση που βιώνει, δεν μπορεί να θέλει και δεν υπάρχει λόγος να την αλλάξει) και του ερωτήματος «γιατί…;» δεν γίνεται να υπάρξει ανάλυση και θεραπεία: και τα δυο είναι απαραίτητα συνδετικά στοιχεία.
Στην εργασία αυτή, η ανάλυση ενός ονείρου είναι σαν την λύση ενός γρίφου: «Ποιο ον το πρωί στέκεται στα τέσσερα, το μεσημέρι στα δύο και το βράδυ στα τρία;».
Ακολούθησα κάποτε την ξενάγηση ενός ζωγράφου σουρεαλιστή στην αναδρομική του έκθεση και μπροστά σε έναν πίνακα, αρκέστηκε να πει πως αυτός είναι ο αγαπημένος του, χωρίς να προσθέσει κάτι παραπάνω, τη στιγμή που μπροστά στους άλλους πίνακες αφιέρωνε αρκετή ώρα στην ανάλυση της σκέψη του, στην τεχνική που χρησιμοποίησε, το τι ήθελε να τονίσει…
Στον πίνακα αυτόν «είδα» να σχηματίζεται μία γυναίκα από το ανάγλυφο του εδάφους και να φαίνεται αχνά πίσω από ένα πέπλο. Ξαπλωμένη και κουλουριασμένη σε στάση εμβρυακή. Δεν ήταν μόνο σχήμα αλλά και όγκος, αφού περιγράφονταν το ανάγλυφο του στήθους, των γλουτών, τα μαλλιά..
Είπα: «βλέπω…» περιγράφοντας αυτό που υπέθετα ότι είχε ζωγραφίσει. Αισθάνθηκα το βλέμμα του επάνω μου έκπληκτο και ίσως υπερβολικά έντονο, σαν να ενοχλήθηκε από κάτι.
Με την ολοκλήρωση της ξενάγησης μου είπε: «τώρα ξέρω γιατί είναι ο αγαπημένος μου…»
Αν δεν ήθελε να ζωγραφίσει τη γυναίκα στο σημείο εκείνο, πως βρίσκεται εκεί; Πως γίνεται ο δημιουργός να μη το γνωρίζει;
Απλή σύμπτωση, τύχη και μορφολογικός ανασχεδιασμός από πλευράς μου ή σχεδιασμός του ασυνειδήτου;
Όταν περιγράφουμε ένα όνειρο, ο καθένας μπορεί πάνω σε αυτό να προβάλλει δικά του στοιχεία, όπως ακριβώς «βλέπουμε» σ’έναν πίνακα…
Αν όμως κάποιος δει σ’έναν πίνακα αυτό που δεν είναι έκδηλο, σε πρώτο πλάνο;
Προσωπικά δεν πιστεύω στα τυχαία συμβάντα!
Απλή σύμπτωση, τύχη και μορφολογικός ανασχεδιασμός από πλευράς μου ή σχεδιασμός του ασυνειδήτου;
Όταν περιγράφουμε ένα όνειρο, ο καθένας μπορεί πάνω σε αυτό να προβάλλει δικά του στοιχεία, όπως ακριβώς «βλέπουμε» σ’έναν πίνακα…
Αν όμως κάποιος δει σ’έναν πίνακα αυτό που δεν είναι έκδηλο, σε πρώτο πλάνο;
Προσωπικά δεν πιστεύω στα τυχαία συμβάντα!
Εσείς;