2009/03/12

Η ψυχοθεραπεία και οι διαφορετικές σχολές της.


Για να ανοίξουμε το καινούργιο θεματικό αφιέρωμα και σε συνέχεια του πνεύματος των σχετικών αναρτήσεων με τον Χόρχε Μπουκάϊ, θα προσπαθήσω να σας μεταφέρω ένα παλιό καλό ανέκδοτο που άκουσα πολλές φορές σε διάφορες παραλλαγές.

Την πρώτη φορά που μου το διηγήθηκαν ήταν στους διαδρόμους του πανεπιστημίου μου, όπου κυκλοφορούσαν και άλλα παρόμοια, εξίσου διδακτικά. Οφείλω να πω όμως ,πως αυτό το συγκεκριμένο ήταν ένα από τα αγαπημένα μου.

Είναι η ιστορία ενός άντρα γύρω στα σαράντα που έχει απομονωθεί στο σπίτι του, έχοντας χάσει φίλους και αγαπημένους γιατί αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα. Από τις ελάχιστες διαδρομές που κάνει έξω από το σπίτι του, είναι όταν φτάνει μέχρι τη γωνία όπου αγοράζει τα λίγα καθημερινά του ψώνια. Μία μέρα, τρέχοντας προς την επιστροφή του, συναντά ένα παλιό συμμαθητή του:
- «Τι γίνεται ρε φίλε, που χάθηκες;» τον ρωτάει ο Μάρκος. Χρειάστηκε επιμονή στις ερωτήσεις για να του αποσπάσει κάποιες αρχικές εξηγήσεις. Τελικά ο φίλος του, του εξομολογείται με σκυμμένο το κεφάλι από ντροπή, πως αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα σοβαρό που έχει να κάνει με την ακράτεια ούρων.
- «Παρουσιάζω ενούρηση. Πήγα σε πολλούς γιατρούς για να καταλήξουν να μου πουν πως… δεν έχω τίποτα και πως το πρόβλημά μου είναι ψυχολογικό. Η θεραπεία που μου έδωσε , ο τελευταίος γιατρός, περιόρισε το πρόβλημα σε νυχτερινή ενούρηση… τουλάχιστον τις περισσότερες φορές».
- «Ε, και τι το σκέφτεσαι ρε φίλε; Πρέπει να κάνεις κάτι για να το αντιμετωπίσεις!»
- «Το σκέφτομαι… Έχει κάτι να μου προτείνεις;» Λέει διστακτικά ο Παύλος.
- «Να σου πω: σκέφτομαι έναν ψυχοθεραπευτή που έχει το γραφείο του εδώ κοντά, στη γωνία» και του δίνει τα στοιχεία του, «Σε αυτόν πήγε και η κόρη του Αλέξη…».

Από το σημείο αυτό, η ιστορία διαφοροποιείται ανάλογα με την προσέγγιση του κάθε ψυχοθεραπευτή που το διηγείται.

Λέγεται, πως μετά από τρία χρόνια, ο Μάρκος ξαναβρίσκει τυχαία στον δρόμο τον φίλο του και τον ρωτάει πως τα πάει με τον ψυχαναλυτή:

- «Είμαι πολύ ευτυχισμένος που, εδώ και τρία χρόνια, κάνω ψυχανάλυση» λέει ο Παύλος.
- «Δηλαδή ταχτοποιήθηκε το πρόβλημα;» ρωτάει ο Μάρκος.
- «Άκου, η νυχτερινή ενούρηση συνεχίζει αλλά τουλάχιστον τώρα γνωρίζω για ποιο λόγο μου συμβαίνει»!

Το εναλλακτικό σενάριο την περίπτωση που ο ψυχοθεραπευτής του Μάρκου ήταν συμπεριφοριστής πάει κάπως έτσι:

Λίγες εβδομάδες μετά την πρώτη τους συνάντηση, ο Μάρκος συναντά τον φίλο του σ’ένα κατάστημα ρούχων και τον ρωτά πως τα πάει:
- «Κοίτα! Ολοκλήρωσα τις συναντήσεις με τον ψυχοθεραπευτή… εγώ θα ήθελα να συνεχίσω αλλά μου είπε πως δεν υπάρχει κανένας λόγος και πως έχουμε κατά πολύ υπερβεί τον ανώτερο προβλεπόμενο αριθμό των συνεδριών. Τελικά, το πρόβλημα… (κάνει ένα τικ έντονο στραβώνοντας το κεφάλι, το στόμα και ανατινάζοντας τον δεξί του ώμο, σαν να τον χτυπάει ρεύμα)… το βράδυ… (επαναλαμβάνει το τικ λιγότερο έντονα αυτή την φορά και ξαναπαίρνει τη συζήτηση)… Να σου πω, με έχει προμηθεύσει μ’ένα βρακάκι καουτσουκένιο, με μπαταρίες που με προειδοποιούν κάθε φορά που (επαναλαμβάνει το τικ)… Θέλω να πω, καταλαβαίνεις: θα εκπαιδευτώ σιγά-σιγά. Τα υπόλοιπα λύθηκαν όλα…

Μία ακόμη πιθανότητα είναι ο ψυχοθεραπευτής να είναι της σχολής Γκεστάλτ. Οπότε η ιστορία διαμορφώνεται ως εξής:

Ύστερα από πέντε μήνες ο Μάρκος ρωτάει τον Παύλο:
- «Τι γίνεται φίλε, πως πάει η θεραπεία?»
- «Θαυμάσια!» απαντάει χαρούμενος ο Παύλος.
- «Και δεν τα κάνεις πια πάνω σου?»
- «Κοίταξε, εξακολουθώ να μου ξεφεύγουν αλλά τώρα πια δεν με νοιάζει, γιατί έμαθα να σέβομαι τον εαυτό μου! Μου το χρωστούσα, άλλωστε».

Πρόκειται για μία ιστορία, κατά τη γνώμη μου, αρκετά διδακτική, όχι μόνο για αυτούς που «πάσχουν» αλλά και για τους ψυχοθεραπευτές που χρησιμοποιώντας, καμιά φορά υπερβολικά κλισέ, δεν επιτρέπουν να έρθουν σε πραγματική επικοινωνία με τον πελάτη και να νοιαστούν ολιστικά γι’αυτόν.

Είναι ίσως οι δικές μας άμυνες, περιχαρακωμένοι πίσω από τα στενά ορύγματα των διαφόρων σχολών!