2011/11/15



Σάββατο 19 Νοεμβρίου, ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ του βιωματικού εργαστηρίου με τίτλο "Δημιουργική γραφή και αυτογνωσία" για όσους δεν μπόρεσαν να παρευρεθούν στο προηγούμενο.



Της Αθηνάς Σύφαντου, Ψυχολόγου.


"Η τέχνη συνδέεται με την επίτευξη της ακινησίας στην καρδιά του χάους (...) με την αιχμαλώτιση της προσοχής εν μέσω πανδαιμόνιου"...
Saul Bellow 

Τι  είναι αυτό που  κάνει τελικά τη γραφή  να σταματά το χρόνο  και να επαναπροσδιορίζει  την αίσθηση του  πώς αυτός κυλάει;  
Τι  είναι αυτό που  τελικά καθηλώνει το δημιουργό και τον αναγνώστη μιας ιστορίας; 

Ξεκινώ  να γράφω και ένα σύστημα εσωτερικής λογοκρισίας μου υπαγορεύει τις κατευθύνσεις.. Πρέπει να έχει κανείς να πει κάτι, και μάλιστα σημαντικό, να έχει τη γλωσσική δεξιότητα να αποδώσει το ανείπωτο, αυτό που οι αισθήσεις και η καθημερινή σκέψη δυσκολεύονται να συλλάβουν και να αποδώσουν, και φυσικά ως αναγνώστης πλέον, να ενέχει τη δυνατότητα να υποταχθεί στη δύναμη ενός κειμένου, να διακρίνει το σημαινόμενο πίσω από το σημαίνον ..
Σταματώ γιατί καταλαβαίνω  ότι όσες φορές  ακολούθησα τους παραπάνω φωτεινούς σηματοδότες βγήκα σε προαστιακά αδιέξοδα...

Η εμπειρία μου, τόσο από την πλευρά του δημιουργού μιας ιστορίας, όσο και από αυτή του αναγνώστη, μου έχει δείξει ότι αυτές οι διαδρομές ξεκινούν αντίστροφα, εν μέσω δηλαδή γενικού μπλακ άουτ.. Στην αρχή, οι αισθήσεις λουφάζουν και το εκάστοτε φανταστικό ακροατήριο περνά για λίγο στη σιωπή και πίσω από τη σκηνή.. Αυτές οι διαδρομές ξεκινούν σα μια άσκηση ανοχής στο χάος μιας προσωρινής αβεβαιότητας...

Η ενασχόλησή  μου  με τη δημιουργική  γραφή ξεκίνησε από την πεποίθηση ότι ο λόγος δεν είναι μόνο ένα μέσο απόδοσης της εμπειρίας μας, αλλά και το υλικό που τη δημιουργεί. Στο νήμα της δημιουργικής γραφής λοιπόν, η ιστορία ξεκινά κάπως έτσι.. σχεδόν ασυνείδητα, σαν ένα παιχνίδι του οποίου οι κανόνες αναδεικνύονται στην πορεία και επί της ουσίας, χωρίς να μπαίνουν εξαρχής. Φαίνεται μάλιστα, ότι πολλές φορές επιστρατεύουμε κανόνες και τεχνικές για να ερμηνεύσουμε την εμπειρία μας και να την αναλύσουμε στα πλαίσια μιας προφορικότητας, μέσω της οποίας καλούμαστε να αποδώσουμε το βίωμα, το σύνολο των αισθήσεων, των συναισθημάτων και των σκέψεών μας. Στο σημείο αυτό ωστόσο, μου έρχονται αναπόφευκτα στο μυαλό τα λόγια του Α. Μήτσου που επέμενε στο ότι «..κάθε έργο τέχνης δε λέει, είναι...».

Πολλές  λοιπόν φορές το σημαινόμενο μιας ιστορίας είναι άγνωστο ακόμα και στον ίδιο το δημιουργό της... Τι είναι όμως εκείνο που καθιστά την ιστορία μας σημαντική και για ποιον; Τι είναι αυτό που μας συνεπαίρνει στην ιστορία ενός gangster, ενός νυφικού που δε φορέθηκε ποτέ, ενός παιδικού τραύματος, μιας μέρας οργής κοκ; 
Στο σημείο αυτό, σκέφτομαι  ότι ο συγγραφέας «δε μπορεί να κατασκευάσει τα εργαλεία του», μπορεί όμως να τα αξιοποιήσει στο έπακρο.. Και ειδικότερα η γραφή μοιάζει να δανείζεται στοιχεία από όλες τις τέχνες.. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς την απεριόριστη εικονοπλαστική της δύναμη, και τον τρόπο με τον οποίο το σκηνικό μέσα στο οποίο τοποθετείται ο ήρωας, υποστηρίζει την πλοκή ή αναδεικνύει την εσωτερικότητά του. Η Κ. Αγγελάκη-Ρουκ, γράφει: «η φύση είναι πάντα εξωστρεφής. Ό,τι ετοιμάζει είναι πάντα για να το δείξει στον ήλιο». Ο συγγραφέας, ως άλλος φωτογράφος ή κινηματογραφιστής, δεν έχει παρά να παίξει ένα παιχνίδι φωτοσκίασης...

Από την άλλη, η είσοδος στο χώρο που διαδραματίζεται η ιστορία γίνεται με συγκεκριμένο βηματισμό. Ακολουθεί το ρυθμό της σκέψης του δημιουργού, που έρχεται να υπαγορεύσει τις επιβραδύνσεις, τις παύσεις ή τις κορυφώσεις στην ιστορία, με μια διάθεση σχεδόν ενορχηστρωτική.  

Ο χρόνος αυτός φαίνεται να δίνει στον συγγραφέα (και στον αναγνώστη...) το απαραίτητο εκείνο περιθώριο εξοικείωσης με τον ήρωα, βοηθώντας τον να φιλτράρει τα συναισθήματά του γι' αυτόν. 
Ένας  εξωτερικός παρατηρητής, θα μπορούσε να δει  τον δημιουργό  και τον αναγνώστη  μιας ιστορίας, ως δύο  διάφανες παρουσίες στο πλευρό του ήρωα (ή μήπως απέναντι του;) που τον ακολουθούν ως τη δική του αυτοαποκάλυψη. Εκεί άραγε τον εγκαταλείπουν ή συνεχίζουν να  τον κουβαλούν μέσα τους;
Ανεξάρτητα, από το πόσο ρεαλιστική ή όχι είναι  η γραφή μιας ιστορίας, ο χρόνος που ανταλλάσσεται μεταξύ ήρωα-δημιουργού και αναγνώστη βιώνεται ως πραγματικός. Κι αυτό γιατί, η γραφή διαθέτει τα μέσα να διεγείρει αισθήσεις και συναισθήματα, δίνοντας μας την ελευθερία να μπούμε σε καταστάσεις πέραν του λογικού, του επιτρεπτού και του πιθανού με ασφάλεια. Άραγε σε πόσες καταστάσεις από αυτές που βιώνουμε καθημερινά η απόλυτη ελευθερία συνδέεται με την ασφάλεια;
Αν  «είμαστε ό,τι επινοούμε», αντιλαμβανόμαστε ότι η γραφή μας δίνει τη δυνατότητα για μια βαθύτερη, διευρυμένη συνείδηση και αυθεντικότητα. Μοιάζει να χαμηλώνει την ένταση του γύρω κόσμου «για να μας φέρει πιο κοντά σε έναν (εσωτερικό), πρωτόγονο σχολιαστή και υποβολέα, που μπορούμε να αξιοποιήσουμε, όταν οι περιστάσεις είναι ειλικρινείς και αναγκαίες» (Bellow). Ο Borges, άλλωστε τολμά ένα ακόμα βήμα και γράφει: «Κανείς δε ξέρει αν ο κόσμος είναι μια φυσική διαδικασία ή ένα όνειρο, που το μοιραζόμαστε με ορισμένους ανθρώπους και όχι με κάποιους άλλους».

Τι  λέτε λοιπόν;
Το  δοκιμάζετε;