2010/03/23

Η ψυχοθεραπεία και η ομοιοπαθητική. Ομοιότητες και διαφορές.


Η σειρά αυτή των αναρτήσεων αφιερωμένων στην ομοιοπαθητική δεν προέρχεται από την άμεση προσωπική μου επιστημονική αρτιότητα πάνω στο θέμα αλλά από την έμμεση εμπειρία που έχω μέσα από τους πελάτες μου που έχουν προσωπική εμπειρία, χρησιμοποιώντας την ομοιοπαθητική παράλληλα με την ψυχοθεραπεία.


Προσωπικά, από πολύ νωρίς, από τα πρώτα βήματά μου ως ψυχολόγος στη Γαλλία όπου σπούδασα, γνώρισα ανθρώπους που είχαν ωφεληθεί από την ομοιοπαθητική και σε διαφορετικά επίπεδα. Εντύπωση μου έκανε πως οι γιατροί αυτοί δεν εστίαζαν αποκλειστικά στα συμπτώματα του ασθενή αλλά ελάμβαναν υπόψη τους και τους ψυχοκοινωνικούς παράγοντες.

Στον τρόπο μάλιστα λήψης ενός εκτεταμένου ιστορικού, τόσο στην περίπτωση του ομοιοπαθητικού όσο και του ψυχοθεραπευτή, βρίσκω πως υπάρχουν πολλές ομοιότητες.

Αυτό πιστεύω πως είναι και το πρώτο σημείο στο οποίο εντοπίζω την ομοιότητα ανάμεσα στην ψυχοθεραπεία και την ομοιοπαθητική: ο ολιστικός χαρακτήρας της προσέγγισης. Δηλαδή πως ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται ως μία ολοκληρωμένη οντότητα, που συμπεριλαμβάνει τη σωματική, ψυχική, διανοητική, συναισθηματική και κοινωνική πλευρά του ατόμου ως όλου. Για το λόγο αυτό και όταν λαμβάνω ένα ιστορικό, έχω ανάγκη να καταλάβω που εστιάζονται τα προβλήματα και πώς (τρόπο) και σε ποιο βαθμό (ένταση) έχουν επηρεαστεί και οι άλλες σφαίρες λειτουργιών, όπως η διατροφή, η κινητικότητα, ο ύπνος… γιατί απλά δεν τις θεωρώ απομονωμένες!

Η ομοιότητα δεν σταματά στο σημείο αυτό αλλά επεκτείνεται στην οπτική του δίπολου ασθένεια – υγεία:

  • Υγεία δεν είναι απλώς η απουσία ασθένειας (ή κάποιων συμπτωμάτων), αλλά η ικανότητα ενός συστήματος (ενός ανθρώπου, μιας οικογένειας ή μιας κοινωνίας να ανταποκρίνεται προσαρμοστικά σε μία μεγάλη ποικιλία προκλήσεων.
  • Επίσης, η ασθένεια αντιμετωπίζεται ως το αποτέλεσμα μιας διαταραχής της ισορροπίας ολόκληρου του ατόμου (ψυχο-διανοητικά και σωματικά) και όχι απλώς ως μια εντοπισμένη, σ’ένα υποσύστημα, διαταραχή.

Ο τρόπος με τον οποίο δηλαδή αντιλαμβανόμαστε τον άνθρωπο στην ολότητά του, τουλάχιστον όσο μπορώ να γνωρίζω προσωπικά και να τον συγκρίνω με τον τρόπο με τον οποίο το εφαρμόζω στη δουλειά μου, είναι ίδιος.

Ακριβώς λοιπόν επειδή έχω διαπιστώσει πως δεν υπάρχει αντίθεση ανάμεσα στα δύο αυτά αυτόνομα, αυτοτελή και αποτελεσματικά θεραπευτικά συστήματα, την ψυχοθεραπεία δηλαδή και την ομοιοπαθητική, αναζήτησα να βρω τις περιπτώσεις εκείνες όπου θα μπορούσαν να δράσουν συμπληρωματικά προς όφελος του ανθρώπου.

Τις διαπιστώσεις μου σχετικά με την αποτελεσματικότητα της συνέργειας αυτής των δύο θεραπειών, τόσο από εκείνους που πρώτα ξεκίνησαν την ομοιοπαθητική και στην συνέχεια (αργότερα) γνώρισα και ανέλαβα ψυχοθεραπευτικά όσο και από όσους παρέπεμψα σε ομοιοθεραπευτές, θα τις συνόψιζα επιγραμματικά στα εξής τρία σημεία:

  • Ο ασθενής δυναμώνει ψυχικά και βελτιώνεται γρήγορα, παρουσιάζοντας επίσης μεγάλες αντοχές στις προκλήσεις και προσαρμοστικότητα.
  • Η ψυχοθεραπευτική σχέση γίνεται σύντομα σταθερή και με πολλές δυνατότητες εμβάθυνσης, βελτιώνοντας έτσι και την εστίαση αλλά και την επίγνωση, ειδικότερα σε ότι αφορά άμυνες και αντιστάσεις παθολογικές, κερδίζοντας έτσι χρόνο και ενέργεια που διαφορετικά θα σπαταλιόταν κουράζοντας τον ασθενή.
  • Η αίσθηση υποβοήθησης μέσω των ομοιοπαθητικών φαρμάκων δεν έχει την τάση να οδηγεί σε παρεμβατικές λογικές μηχανιστικού τύπου και εξαρτητικές συμπεριφορές, όπως με τις ψυχοτρόπες ουσίες.

Για τους παραπάνω λόγους, τους οποίους καταθέτω όπως ακριβώς τους έχω διαπιστώσει, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως η ομοιοπαθητική βοηθά την ψυχοθεραπεία όσο και η ψυχοθεραπεία μπορεί να βοηθήσει την ομοιοπαθητική ενός ατόμου, πάντα με γνώμονα το βέλτιστο και την αποτελεσματικότητα της θεραπείας του πάσχοντα.

Προσωπικά, από την εμπειρία μου, τη συντονισμένη αυτή συνέργεια ομοιοπαθητικής και ψυχοθεραπείας, έχω καταλήξει να την προτείνω ιδιαίτερα σε ανθρώπους που η κατάσταση στην οποία τους αναλαμβάνω, έχει χρονίσει επιδεινούμενη, αντιμετωπίζουν πολλαπλά και έντονα προβλήματα, που έχουν αγγίξει πολλές πτυχές της ζωής τους και έχουν ανάγκη άμεσα να αισθανθούν ανακούφιση, υποστήριξη και πιο δυνατοί.

Επίσης, σε περιπτώσεις όπου λόγω της φύσης των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν, έχουν κουραστεί «γυρίζοντας» από τον έναν ειδικό στον άλλο, έχουν αισθανθεί κατακερματισμένοι» λόγω του ότι εκείνοι οι ειδικοί εστιάζουν άλλοτε στο ένα και άλλοτε στο άλλο σημείο, θεωρώντας το ως «την πηγή όλων των κακών», με εξετάσεις, γνωματεύσεις και φαρμακοθεραπείες που μπορεί να μην οδήγησαν σε κάποια βελτίωση της κατάστασης.

Καθώς και σε περιπτώσεις όπου συνυπάρχει η σωματική αποδιοργάνωση με την ψυχική παθολογία, όπως και στις οργανωμένες ψυχοσωματικές διαταραχές.

Τέλος, έχω προτείνει επίσης την ομοιοπαθητική, ως εναλλακτική φαρμακοθεραπευτική λύση για τις περιπτώσεις εκείνες που έχουν ανάγκη, προκειμένου να αποφύγουμε την χρήση αντικαταθλιπτικών, αγχολυτικών κ.α. και τις συνέπειές τους.

Υπάρχουν όμως και διαφορές ανάμεσα στις δύο αυτές θεραπείες, οι οποίες όμως δεν έχω αισθανθεί πως επηρέασαν αρνητικά με κάποιο τρόπο και κανόνα έναν ψυχοθεραπευόμενο και την εξέλιξή του και δεν έχω βιώσει κάποια ιδιαίτερη δυσκολία στην συνέργεια, τουλάχιστον που να απορρέει από τις διαφορές.

Ως τη σημαντικότερη διαφορά ανάμεσα στα δύο αυτά θεραπευτικά συστήματα θα σημείωνα το γεγονός πως το μοντέλο της ψυχοθεραπείας είναι πιο συμμετοχικό από το ιατρικό μοντέλο της ομοιοπαθητικής.

Οπότε η δυάδα «ασθενής – ιατρός» έχει την τάση συνήθως να εστιάζει περισσότερο στο σώμα και σ'αυτό που προσωπικά θα αποκαλούσα «βιολογικό υπόβαθρο του ψυχισμού» ενώ ο ψυχολόγος μάλλον θα είχε την τάση να εστιάσει περισσότερο στον ψυχικό κόσμο του ατόμου που έχει ένα αίτημα και να διερευνήσει τις συνέπειες της παθολογικής κατάστασης (τις εκφάνσεις δηλαδή) στον ψυχισμό του πάσχοντα ή στο «κατά πόσο και με ποιόν τρόπο» θα μπορούσε τα συμπτώματα να είναι έκφραση της ψυχικής κατάστασης του πάσχοντα, προκειμένου να αντιληφθεί το θεραπευτικό σχήμα που θα ακολουθήσει.

Για να το εξηγήσω θα το πω και αλλιώς: είναι πλέον σίγουρο πως υπάρχουν πολλά μονοπάτια που συνδέουν την ψυχή μας (τον ψυχισμό μας αν προτιμάτε, δηλαδή τα συναισθήματα, τις σκέψεις μας, … ) με το σώμα μας.

Όσο πιο νέοι είμαστε τόσο αυτά τα μονοπάτια είναι πιο άμεσα συνδεδεμένα. Για παράδειγμα ένα μικρό παιδί, μην έχοντας τις ίδιες δυνατότητες μ'εναν έφηβο ή ακόμη περισσότερο μ'εναν ενήλικα, να εκφράσει τα έντονα συναισθήματά του, θα έχει την τάση να χρησιμοποιήσει το σώμα του ως μέσω έκφρασης της κατάστασης ή ακόμη και ως πεδίο σύγκρουσης.

Στην πραγματικότητα, η ψυχοθεραπεία λειτουργεί ως «ο υποκειμενικός χρόνος και χώρος που θα βοηθήσει τον άνθρωπο στην εκπλήρωση των αιτημάτων και προσδοκιών του για προσωπική ανάπτυξη και βελτίωση του εαυτού του».