2012/01/29

"Στη σχέση είναι όπως και στο βάλς, χρειάζονται δύο".




Πρόσφατα στο γραφείο, μιλώντας για την σχέση του, μου είπε κάποιος; «Στη σχέση είναι όπως και στο βάλς, χρειάζονται δύο».
Όντως έτσι είναι! Αφιέρωσα λίγο χρόνο και το σκέφτηκα.
Βέβαια όλοι οι χοροί δεν είναι χοροί ζευγαριών όπως το βάλς αλλά αν εστιάσουμε σε αυτούς όπου δύο άνθρωποι προσπαθούν να χορέψουν μαζί, μπορούμε να παρατηρήσουμε κάποια ενδιαφέροντα πράγματα πιστεύω. Σας προσκαλώ σε έναν σύντομο χορό μέσα στη φαντασία μας.

Όταν χορεύουν δύο άνθρωποι, υπάρχει μία απόσταση μεταξύ τους που χαρακτηρίζει το χορό τους: μπορεί να είναι πολύ κοντά και τότε θα είναι σφιχταγκαλιασμένοι, θα νιώθουν έντονα το κορμί του άλλου αλλά θα έχουν μικρότερη ελευθερία κινήσεων ή αντίθετα θα είναι πολύ πιο μακριά και να χορεύουν εντελώς ανεξάρτητοι, ίσως και άσχετα μεταξύ τους. Αυτοί όμως επιλέγουν αν θα χορέψουν μαζί έναν χορό ή όχι, κάτω από την ίδια μουσική κι αυτοί επιλέγουν πώς θα χορέψουν. Πότε απομακρύνονται και πως και πότε πλησιάζουν πάλι. Βλέπουμε λοιπόν στο χορό πως μεταξύ των δύο ανθρώπων υπάρχει η επαφή. Το ίδιο πιστεύω πως συμβαίνει και στις σχέσεις.
Τα ζευγάρια που δυσκολεύονται να χορέψουν, μεταφορικά και κυριολεκτικά, ίσως έχουν κάποια δυσκολία στην επαφή λόγω της σχέσης τους: πατιούνται, πέφτουν... είναι άχαροι και φοβούνται ίσως πως θα γελοιοποιηθούν, τόσο στα μάτια τους όσο και στα μάτια των δικών τους.
Όπως σε όλους τους χορούς των ζευγαριών, παρατηρώντας προσεκτικά την ισορροπία τους, εύκολα διαπιστώνουμε πως το «ζευγάρι» είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα (1+1=2) δύο ανθρώπων που συναινούν να χορέψουν μαζί.
Η ισορροπία ενός ζευγαριού που χορεύει μας δείχνει πως κανείς από τους δύο δεν θα μπορούσε να κάνει τις ίδιες κινήσεις αν ο άλλος δεν λειτουργούσε συμπληρωματικά. Στο σημείο αυτό έρχεται και ο αυτοσχεδιασμός με τον οποίο κινούν κάτω από τον ρυθμό τα σώματά τους.
Όταν όμως αγγίζονται, με κάποιο τρόπο μετατοπίζεται το κέντρο βάρους τους. Δεν είναι του καθενός το δικό του αλλά είναι αποτέλεσμα αυτή της συνύπαρξης. Είναι κάπου αλλού, έξω από το κορμί του.
Πράγμα που σημαίνει πως το «ζευγάρι» είναι μία τρίτη οντότητα: 1 + 1 = 3, λοιπόν! Δεν προκύπτει απλά ως άθροισμα από την ένωση των δύο που το απαρτίζουν. Θα μπορούσαμε να πούμε πως ένα ζευγάρι αποτελείται από δύο ανθρώπους που έχουν πάρει μία δέσμευση ο ένας απέναντι στον άλλο.
Το βάλς είναι ένας κλασσικός χορός, ωστόσο εξελίχθηκε και αυτός όπως όλοι οι χοροί που δεν χάθηκαν! Στην αρχή η γυναίκα (παρτενέρ) είχε μειωμένο ρόλο. Στη συνέχεια όμως, στο βάλς  εξελίχθηκε αυτή η συμμετοχή της (όπως και στο τάνγκο) στο βαθμό που στην δυτική κοινωνία έγινε αποδεχτός ο πιο ενεργός ρόλος της γυναίκας.
Σε αντιστοιχία με το χορό, μπορούμε να πούμε πως και στις σχέσεις παρατηρούμε την εξέλιξη των ρόλων των δύο φύλων μέσα στην κοινωνία.


Δουλεύοντας ως ψυχολόγος  με τα ζευγάρια διαπιστώνω πως αυτή η σχέση δέσμευσης δεν είναι πάντα αρκετά ισχυρή. Τότε μπορεί να βιώσουν τις διαφορές τους ως κάτι το αποσυνδετικό στη σχέση τους. Δεν είναι πως δεν υπάρχει σχέση αλλά έχει αλλάξει η απόσταση μεταξύ τους. Σχέση όμως υπάρχει και σε κάποιους που χωρίζουν, έστω και αν αυτό που τους χαρακτηρίζει είναι περισσότερο αρνητικά συναισθήματα: θυμός, απογοήτευση, ματαίωση...

Αποτελούν όμως πράγματι οι διαφορές μας κίνδυνο για τη σχέση μας;
Οι περισσότεροι αυτό πιστεύουν και δεν έχουν καταλάβει πως οι άνθρωποι ενώνονται από τις διαφορές τους και όχι από τις ομοιότητές τους όπως συνήθως νομίζουμε! Δηλαδή πως αναζητούν στον σύντροφό τους πράγματα που πιστεύουν πως εκείνοι δεν έχουν (ή πιο συγκεκριμένα σύμφωνα με τις ανάγκες που νιώθουν να μην έχουν καλύψει) και θα τα αναζητήσουν στον άλλο.
Στη βάση δηλαδή υπάρχει η έλλειψη, οι προσωπικές ανάγκες, η προσδοκία και οι μικρές ή μεγάλες συνειδητοποιήσεις: - «Μου λείπει η εμπιστοσύνη στον εαυτό μου».
Έτσι στη σύντροφό που θα αναζητήσω, αυτό θα είναι ένα από τα ζητούμενα. Να μπορέσω να αισθανθώ την εμπιστοσύνη αυτή - σε όλες τις μορφές - που θεωρώ ότι μου λείπει.
Και καταλήγω με τη σύντροφο που πιστεύω πως το έχει, θέλει και μπορεί να μου το δώσει.

Προσέξετε όμως τι λέω: «...που πιστεύω...».
Όντως μπορεί να το πιστεύω αλλά δεν αποκλείεται να αποδειχτεί στην πορεία πως και εκείνη δεν το έχει. Αυτό συμβαίνει όταν ενώ είμαι ερωτευμένος, έχω την πεποίθηση πως ο άλλος έχει κάποιες ιδιότητες που εγώ επιζητώ - χωρίς να γνωρίζω, δηλαδή να έχω διαπιστώσει, να το έχω βιώσει.
Σε μετέπειτα χρόνο, όταν εγώ δεν βρω αυτό που θέλω από τον άλλο, τουλάχιστον αν δεν το βρω στον τρόπο ή την ένταση που για 'μένα να είναι ικανοποιητικό, πως θα νιώσω;
Θα νιώσω ματαίωση… των επιθυμιών μου, των προσδοκιών, των ονείρων που έκανα. Θα νιώσω εξαπατημένος ίσως, πιστεύοντας πως ο άλλος μου έδειξε πως είχε όλα αυτά που χρειαζόμουν (ή τουλάχιστον τα περισσότερα) και τελικά δεν τα διέθετε. Ενώ εγώ θα πιστεύω πως του έδωσα όλα όσα μπορούσα.
Μπορεί μάλιστα να πιστεύω πως μπορεί και να τα έχει, όλα όσα επιζητώ, αλλά να μη θέλει να μου τα δώσει!
Αυτό με θυμώνει, γιατί μου θυμίζει τις προηγούμενες σχέσεις από τις οποίες επίσης δεν πήρα όσα αναζητούσα... γιατί αν τα είχα πάρει... δεν θα ήμουν σε αναζήτηση ακόμη!
Και όταν λέω σχέσεις, δεν εννοώ, φυσικά, μόνο τις ερωτικές αλλά εννοώ όλες τις σχέσεις, ξεκινώντας από τις πρώτες και βασικές: τους δικούς μου (του γονείς, τ'αδέλφια κλπ) και έπειτα τις άλλες: φίλους, ερωτικούς συντρόφους...

Τελικά, αν ισχύει αυτό για ΄μένα, το ίδιο μπορεί να ισχύει και για τον άλλον ταυτόχρονα. Λέω λοιπόν, πως αν για τις διαφορές μας αυτές βρεθήκαμε μαζί και όταν, έστω και ένας από τους δυο μας διαπιστώσει το μάταιο της κατάστασης, τότε το ζευγάρι καταλύεται, περνάει κρίση ή τουλάχιστον η σχέση σίγουρα αλλάζει: αυτό που μας χωρίζει τώρα είναι όλα όσα μας ένωσαν πριν, δηλαδή οι διαφορές μας.
Οι διαφορές μας μάς ένωσαν και αυτές τώρα γίνονται επίκεντρο των δονήσεων!
Τότε μπορεί, για παράδειγμα, να νιώθω τον άλλο επικριτικό απέναντί μου, να μου ζητάει συνέχεια αποδείξεις, επιβεβαιώσεις και πράγματα που εγώ δεν μπορώ να καταλάβω τι είναι και για ποιο λόγο τα ζητά από ΄μένα… ξανά και ξανά.

Το να διαφωνούν ορισμένα ζευγάρια, το βιώνουν σαν αποτυχία και ως μία επιβεβαίωση του γεγονότος ότι ο έρωτας έχει πλέον χαθεί. Το ενδιαφέρον για κοινά πράγματα που άλλοτε τους ένωναν μέσα από τη συμπληρωματικότητα που είχαν ως δύο διαφορετικοί άνθρωποι με διαφορετικό παρελθόν και εμπειρίες μπορεί έτσι να μετατραπεί σε πεδίο σύγκρουσης και να ειπωθούν λόγια που είτε τα πιστεύουν είτε όχι, έχουν ειπωθεί περισσότερο για αντίποινα στον πόνο που έχουν νιώσει. Πιστεύω πως μπερδεύονται και συχνά αυτό οφείλεται περισσότερο στο γεγονός ότι ενώ έχουν σχέση δεν είναι πραγματικά «ζευγαρωμένοι» δηλαδή δεν έχουν αποδεσμευτεί αρκετά, ο καθένας από την οικογένειά του και δεν έχουν καταφέρει τελικά να δημιουργήσουν έναν ικανοποιητικά ισχυρό δεσμό μεταξύ τους.
Θα καταφέρουμε να βρούμε λόγους να συνεχίσουμε να έχουμε σχέση; Και αν ναι για ποιο λόγο;

Σχέση σημαίνει δέσμευση, σημαίνει «να είμαστε μαζί»! Μαζί σε αυτό που θέλουμε να κάνουμε... που είναι περισσότερο από αυτό που κάνει ο καθένας μόνος του. Ναι, γιατί όχι!
Σημαίνει πως είμαστε σε επαφή. Όπως ο χορός! Αν χάσουμε την επαφή κάποια κρίσιμη στιγμή θα πέσουμε κάτω. Θα τσακιστούμε... Επαφή όπως το ένα χέρι κρατάει τη μέση και στο άλλο στηρίζεται το δικό σου χέρι. Αυτό δίνει ισορροπία. Αυτό δίνει τη χάρη.
Χωρίς τη φυσική επαφή δεν μπορείς να χορέψεις ζευγάρι... χωρίς τη ψυχική επαφή, αυτός δεν είναι χορός... είναι παντομίμα! Απλά κάνω σαν να χορεύω μαζί της αλλά στην ουσία δεν είμαι εκεί.
Όμως εκεί που υπάρχει επαφή... υπάρχουν και όρια!

Χάρη σ'αυτά τα φυσικά όρια μπορώ και στηρίζομαι! Αν δεν είχα υπόσταση, αν ήμουν άυλος... δεν θα μπορούσα να στηριχτώ: το χέρι μου θα περνούσε μέσα από το δικό σου. Αλλά και ψυχικά, δεν έχει διαφορά: αν ήμασταν ένα ως αποτέλεσμα της συγχώνευσης (αυτό θα συμβαίνει όταν δεν υπήρχουν όρια μεταξύ μας) δεν θα μπορούσαμε πάλι να χορέψουμε. Δεν θα είχα να ανταποκριθώ στο κάλεσμά σου. Δεν θα μπορούσα να κάνω καμία κίνηση σαν απάντηση αυτού που μου προτείνεις. Δεν θα είχα να σου προτείνω τίποτα όπως κι εσύ. Δεν θα μπορούσα να σε δω καν ερωτικά. Θα αναπνέαμε μέσα στην ίδια φυσαλίδα αέρα! Απλά θα τα κάναμε όλα μαζί... χωρίς να είμαστε πραγματικά ένα ζευγάρι!
Αυτά τα όρια αλλάζουν τα πάντα στη σχέση με τον ερχομό ενός παιδιού γιατί τότε είναι δύσκολο πλέον να ζούμε σαν αχώριστοι ή αδιαφοροποίητοι.

Η φαντασία δεν λείπει να δει κάποιος τα υπόλοιπα.

Υποκλίνομαι στο χορό αυτόν και σας χαιρετώ μέχρι τον επόμενο!


2011/11/15



Σάββατο 19 Νοεμβρίου, ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ του βιωματικού εργαστηρίου με τίτλο "Δημιουργική γραφή και αυτογνωσία" για όσους δεν μπόρεσαν να παρευρεθούν στο προηγούμενο.



Της Αθηνάς Σύφαντου, Ψυχολόγου.


"Η τέχνη συνδέεται με την επίτευξη της ακινησίας στην καρδιά του χάους (...) με την αιχμαλώτιση της προσοχής εν μέσω πανδαιμόνιου"...
Saul Bellow 

Τι  είναι αυτό που  κάνει τελικά τη γραφή  να σταματά το χρόνο  και να επαναπροσδιορίζει  την αίσθηση του  πώς αυτός κυλάει;  
Τι  είναι αυτό που  τελικά καθηλώνει το δημιουργό και τον αναγνώστη μιας ιστορίας; 

Ξεκινώ  να γράφω και ένα σύστημα εσωτερικής λογοκρισίας μου υπαγορεύει τις κατευθύνσεις.. Πρέπει να έχει κανείς να πει κάτι, και μάλιστα σημαντικό, να έχει τη γλωσσική δεξιότητα να αποδώσει το ανείπωτο, αυτό που οι αισθήσεις και η καθημερινή σκέψη δυσκολεύονται να συλλάβουν και να αποδώσουν, και φυσικά ως αναγνώστης πλέον, να ενέχει τη δυνατότητα να υποταχθεί στη δύναμη ενός κειμένου, να διακρίνει το σημαινόμενο πίσω από το σημαίνον ..
Σταματώ γιατί καταλαβαίνω  ότι όσες φορές  ακολούθησα τους παραπάνω φωτεινούς σηματοδότες βγήκα σε προαστιακά αδιέξοδα...

Η εμπειρία μου, τόσο από την πλευρά του δημιουργού μιας ιστορίας, όσο και από αυτή του αναγνώστη, μου έχει δείξει ότι αυτές οι διαδρομές ξεκινούν αντίστροφα, εν μέσω δηλαδή γενικού μπλακ άουτ.. Στην αρχή, οι αισθήσεις λουφάζουν και το εκάστοτε φανταστικό ακροατήριο περνά για λίγο στη σιωπή και πίσω από τη σκηνή.. Αυτές οι διαδρομές ξεκινούν σα μια άσκηση ανοχής στο χάος μιας προσωρινής αβεβαιότητας...

Η ενασχόλησή  μου  με τη δημιουργική  γραφή ξεκίνησε από την πεποίθηση ότι ο λόγος δεν είναι μόνο ένα μέσο απόδοσης της εμπειρίας μας, αλλά και το υλικό που τη δημιουργεί. Στο νήμα της δημιουργικής γραφής λοιπόν, η ιστορία ξεκινά κάπως έτσι.. σχεδόν ασυνείδητα, σαν ένα παιχνίδι του οποίου οι κανόνες αναδεικνύονται στην πορεία και επί της ουσίας, χωρίς να μπαίνουν εξαρχής. Φαίνεται μάλιστα, ότι πολλές φορές επιστρατεύουμε κανόνες και τεχνικές για να ερμηνεύσουμε την εμπειρία μας και να την αναλύσουμε στα πλαίσια μιας προφορικότητας, μέσω της οποίας καλούμαστε να αποδώσουμε το βίωμα, το σύνολο των αισθήσεων, των συναισθημάτων και των σκέψεών μας. Στο σημείο αυτό ωστόσο, μου έρχονται αναπόφευκτα στο μυαλό τα λόγια του Α. Μήτσου που επέμενε στο ότι «..κάθε έργο τέχνης δε λέει, είναι...».

Πολλές  λοιπόν φορές το σημαινόμενο μιας ιστορίας είναι άγνωστο ακόμα και στον ίδιο το δημιουργό της... Τι είναι όμως εκείνο που καθιστά την ιστορία μας σημαντική και για ποιον; Τι είναι αυτό που μας συνεπαίρνει στην ιστορία ενός gangster, ενός νυφικού που δε φορέθηκε ποτέ, ενός παιδικού τραύματος, μιας μέρας οργής κοκ; 
Στο σημείο αυτό, σκέφτομαι  ότι ο συγγραφέας «δε μπορεί να κατασκευάσει τα εργαλεία του», μπορεί όμως να τα αξιοποιήσει στο έπακρο.. Και ειδικότερα η γραφή μοιάζει να δανείζεται στοιχεία από όλες τις τέχνες.. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς την απεριόριστη εικονοπλαστική της δύναμη, και τον τρόπο με τον οποίο το σκηνικό μέσα στο οποίο τοποθετείται ο ήρωας, υποστηρίζει την πλοκή ή αναδεικνύει την εσωτερικότητά του. Η Κ. Αγγελάκη-Ρουκ, γράφει: «η φύση είναι πάντα εξωστρεφής. Ό,τι ετοιμάζει είναι πάντα για να το δείξει στον ήλιο». Ο συγγραφέας, ως άλλος φωτογράφος ή κινηματογραφιστής, δεν έχει παρά να παίξει ένα παιχνίδι φωτοσκίασης...

Από την άλλη, η είσοδος στο χώρο που διαδραματίζεται η ιστορία γίνεται με συγκεκριμένο βηματισμό. Ακολουθεί το ρυθμό της σκέψης του δημιουργού, που έρχεται να υπαγορεύσει τις επιβραδύνσεις, τις παύσεις ή τις κορυφώσεις στην ιστορία, με μια διάθεση σχεδόν ενορχηστρωτική.  

Ο χρόνος αυτός φαίνεται να δίνει στον συγγραφέα (και στον αναγνώστη...) το απαραίτητο εκείνο περιθώριο εξοικείωσης με τον ήρωα, βοηθώντας τον να φιλτράρει τα συναισθήματά του γι' αυτόν. 
Ένας  εξωτερικός παρατηρητής, θα μπορούσε να δει  τον δημιουργό  και τον αναγνώστη  μιας ιστορίας, ως δύο  διάφανες παρουσίες στο πλευρό του ήρωα (ή μήπως απέναντι του;) που τον ακολουθούν ως τη δική του αυτοαποκάλυψη. Εκεί άραγε τον εγκαταλείπουν ή συνεχίζουν να  τον κουβαλούν μέσα τους;
Ανεξάρτητα, από το πόσο ρεαλιστική ή όχι είναι  η γραφή μιας ιστορίας, ο χρόνος που ανταλλάσσεται μεταξύ ήρωα-δημιουργού και αναγνώστη βιώνεται ως πραγματικός. Κι αυτό γιατί, η γραφή διαθέτει τα μέσα να διεγείρει αισθήσεις και συναισθήματα, δίνοντας μας την ελευθερία να μπούμε σε καταστάσεις πέραν του λογικού, του επιτρεπτού και του πιθανού με ασφάλεια. Άραγε σε πόσες καταστάσεις από αυτές που βιώνουμε καθημερινά η απόλυτη ελευθερία συνδέεται με την ασφάλεια;
Αν  «είμαστε ό,τι επινοούμε», αντιλαμβανόμαστε ότι η γραφή μας δίνει τη δυνατότητα για μια βαθύτερη, διευρυμένη συνείδηση και αυθεντικότητα. Μοιάζει να χαμηλώνει την ένταση του γύρω κόσμου «για να μας φέρει πιο κοντά σε έναν (εσωτερικό), πρωτόγονο σχολιαστή και υποβολέα, που μπορούμε να αξιοποιήσουμε, όταν οι περιστάσεις είναι ειλικρινείς και αναγκαίες» (Bellow). Ο Borges, άλλωστε τολμά ένα ακόμα βήμα και γράφει: «Κανείς δε ξέρει αν ο κόσμος είναι μια φυσική διαδικασία ή ένα όνειρο, που το μοιραζόμαστε με ορισμένους ανθρώπους και όχι με κάποιους άλλους».

Τι  λέτε λοιπόν;
Το  δοκιμάζετε; 

2011/10/27

Δημιουργική γραφή



Τι είναι η «δημιουργική γραφή» και γιατί «δημιουργική»; σαν να υπάρχει και «μη δημιουργική»!

Κάποιοι κρατούσαν ημερολόγιο… σε κάποια φάση της ζωής τους. Όχι τυχαία. Άλλοι κρατούν ακόμη, έστω κι αν δεν γράφουν τακτικά. Αλλά οι περισσότεροι από 'μας έχουν θελήσει να γράψουν έστω και μια φορά στη ζωή τους μια κουβέντα, ένα σημείωμα, μία υπενθύμιση έστω... Έτσι για να μην πάρει τα λόγια τους ή τις σκέψεις τους ο αέρας. Ίσως για υπάρχουν κάπου φυλαγμένα. Ίσως για να μιλήσουν σε κάποιον αλλά ποτέ δεν το έδωσαν… σαν να μην υπήρχε πλέον λόγος!
Και ποιοι δεν έγραψαν σε κάποιο λεύκωμα για να «μιλήσουν», να δώσουν το στίγμα τους στους άλλους;
Και πόσοι δεν θα ήθελαν να έχουν λάβει ένα γράμμα, ένα μήνυμα, κάποια στιγμή στη ζωή τους από ένα πρόσωπο που έχει ιδιαίτερη σημασία γι'αυτούς;
Αλήθεια όμως τι θέλουμε να πούμε; τι είναι αυτό το τόσο σημαντικό που θέλουμε να μοιραστούμε ή αντίθετα να το κρύψουμε αλλά να υπάρχει;

Στην ανθρωπότητα, η γραφή δεν είχε ποτέ την αποκλειστική χρήση για την καταγραφή της γνώσης. Άνθρωποι ανά τους αιώνες μοιράστηκαν επίσης τις σκέψεις τους, την ιδεολογία τους, τις ελπίδες τους, τα συναισθήματα τους, τις ανάγκες τους... Γιατί πάνω απ'όλα η γραφή είναι μια οργάνωση αυτού που θέλω να πω, ότι κι αν είναι αυτό.
Τι είναι όμως αυτό που θέλω να πω;
Και γιατί να το γράψω;
Γράφω σημαίνει επίσης  πως θα ήθελα να μοιραστώ με τον άλλο, έστω κι αν αυτός ο άλλος... είναι ο ίδιος μου ο εαυτός!

Παραδοσιακά η ψυχολογία (και μέσω της επιστήμης και οι ψυχολογικές θεραπείες που έλκουν την καταγωγή τους από αυτή) ασχολείται με την ομιλία. Με όσα εκφέρονται και εκφράζονται προφορικά (είναι άρρηκτα συνδεδεμένη δηλαδή με τον σχηματισμό λέξεων) και λιγότερο ίσως με τη μη λεκτική επικοινωνία, ότι και αν μπορεί να περιλαμβάνει αυτή. Οι άνθρωποι όμως λειτουργούν και πέρα από κάθε λεκτική ιδέα και εννοιολογικό σχήμα.
Αλλά δεν είναι καθόλου σπάνιο, στο πλαίσιο θεραπείας να λάβουμε κάποιο γραπτό. Μπορεί να είναι ένα σύντομο μήνυμα, ένα όνειρο, μία επιστολή που δεν στάλθηκε ποτέ, μια σελίδα ημερολογίου… Προσπαθώ λοιπόν να κατανοήσω πως εντάσσεται στο πλαίσιο της θεραπείας του και τι θέλει να πει;

Η ομιλία αναπτύσσεται στον άνθρωπο μία φάση της ζωή του που η νευρο-ψυχολογική του ωρίμανση το επιτρέπει, όπως όλα όσα θα συμβούν στην εξέλιξη του άλλωστε. Είναι η φάση η οποία χαρακτηρίζεται κατεξοχήν από τη δυνατότητα του παιδιού να αναπτύσσει μία δυαδική σχέση: είτε ασχολείται με τη μητέρα του ή τον πατέρα του ή τον αδελφό του ή κάποιον άλλο. Αλλά έχει ακόμη δυσκολία να συναλλάσσεται ταυτόχρονα με τουλάχιστον δύο άλλα πρόσωπα.
Αυτό οι γονείς μπορούν να το διαπιστώσουν όταν το μικρό παιδί απευθύνεται είτε στο έναν είτε στον άλλο, παράδειγμα, για να ικανοποιήσει κάποιο αίτημά του. Όταν δεν θα τα καταφέρει με τον ένα, απευθύνεται στον άλλο.
Και μέσα από την προσπάθεια αυτή, μέσα από την λεκτική επικοινωνία εισάγεται σιγά-σιγά στον κόσμο των «τριών» και λίγο αργότερα παρουσιάζει αργά και σταθερά αυτό που αναγνωρίζουμε ως «κοινωνικοποίηση» του παιδιού.
Αντίστοιχα, η γραφή αναπτύσσεται σε  μία επόμενη φάση της ζωής του παιδιού, μέσα στην οποία θα κορυφωθεί η κοινωνικοποίηση περνώντας μέσα από τη δυνατότητα επικοινωνίας με τον «άλλο», όχι όμως ως δεύτερο πρόσωπο (μόνο) αλλά ως τρίτο.
- «Αν κάποιος, μαμά, …» και έτσι πλέον μπορεί να μιλάει υποθετικά για τον εαυτό του ως να μιλάει για κάποιον άλλο, κάποιον τρίτο.
Έτσι θα μπορέσει να «μεταθέσει» τις δικές του ευθύνες στον άλλο, λέγοντας «δεν φταίω εγώ, εκείνος φταίει…» και έτσι θα μπορέσει να «προβάλει» και τα δικά του συναισθήματα στον άλλο: «ο Νίκος δεν με αγαπάει… γιατί με αφήνει πάντα μόνη να μαζέψω τα παιχνίδια και μαζεύω και τα δικά του» και πολλά άλλα παρόμοια.

Επίσης παρατηρούμε πως μέσα από τη γραφή, έχουμε αναπτύξει, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο, κάποιες επιπλέον δυνατότητες οργάνωσης της σκέψη μας. Εκεί, οι συνειρμοί δεν δουλεύουν τόσο ελεύθερα ίσως όπως στον προφορικό λόγο αλλά συνεχίζουν να υπάρχουν μέσα από μία ροή όπου μπορεί να συνυπάρχει ταυτόχρονα το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον και να τοποθετούμαστε (συναισθηματικά, με σκέψεις, ανάγκες και στάσεις) χωρο-χρονικά.

Η γραφή είναι μία πολύ προσωπική δημιουργία, εξίσου σημαντική και όχι λιγότερο ψυχοσωματική (συμμετέχει ψυχή και σώμα) ως δραστηριότητα απ'ότι ο προφορικός λόγος. Η γραφή είναι και αυτή μέρος του λόγου (προφορικός λόγος).
Δυστυχώς όμως, η γραφή αναπτύσσεται κυρίως μέσα από το σχολείο και τη διαδικασία της μάθησης. Και λέω δυστυχώς γιατί όλοι δεν κατάφεραν ίσως να αναπτύξουν μία ικανοποιητική σχέση με τη γραφή, ίσως γιατί έχει συνδυαστεί με τη «μη δημιουργική» χρήση της.
Σαν ένα σύντομο διάνθισμα αυτού που λέω σας προτρέπω να διαβάσετε ένα περιστατικό που θα μπορούσε να είναι ανέκδοτο αλλά δεν είναι και περιγράφει ανάγλυφα το γεγονός ότι τα βιώματά μας μέσα στο σχολικό περιβάλλον μπορεί να είναι πολύ διαφορετικά απ’όσο θα θέλαμε (ή και θα είχαμε ανάγκη) να είναι και ωστόσο χωρίς να έχει συμβεί απαραίτητα κάτι δραματικό!
Το πρωτάκι που βιώνει ακόμη και έως τιμωρία την παραμονή του στην αίθουσα, παρόλο που κάνει ότι του ζητήσουν, δεν μπορεί να είναι αστείο.
Το σχολείο, ακόμη και σήμερα που οι γνώσεις μας για την διαδικασία της μάθησης ( και τους μηχανισμούς της) και την νευρο-ψυχολογική ωρίμανση του ανθρώπου που τους υποστηρίζει, με πρωτεργάτη τον Piaget και τους άλλους μελετητές και ερευνητές που ακολούθησαν, είναι πολύ μεγάλες και σημαντικές, συνεχίζουμε να τις αγνοούμε περιφρονητικά, μετατρέποντας το σχολείο από έναν εξαιρετικό χώρο μάθησης, δημιουργίας και κοινωνικοποίησης, στο εντελώς αντίθετό του!
Αλλά αυτό, αν και δεν είναι άσχετο από το θέμα μας, είναι μία μεγάλη ιστορία. Το αναφέρω μόνο για να δείξω πως η σχέση μας με τη γραφή μπορεί να έχει υποστεί μεγάλες αλλοιώσεις, παραμορφώσεις και να έχει ταλαιπωρηθεί τελικά αρκετά, μεγαλύτερες ίσως απ'όσες έχει υποστεί η ομιλία μας (με αυτό το περίφημο: «μίλα σαν άνθρωπος...» που έχουν ακούσει κάποιοι), μετατρέποντάς την σε κορβανά, ορισμένες φορές.

Επιστρέφοντας στη δημιουργική γραφή και πιο συγκεκριμένα στον τρόπο με τον οποίο μπορεί να αποτελέσει ένα χρήσιμο εργαλείο στην κατανόηση του εαυτού μου και των άλλων, μέσα από ένα βιωματικό εργαστήριο, όπως αυτό που οργανώνουμε με τη συνάδελφο Αθηνά Σύφαντου, θα προσθέσω επίσης πως η ιδέα ότι τα  δημιουργήματα  των καλλιτεχνών αντικατοπτρίζουν την δική τους πραγματικότητα είναι πλέον κοινή. Ωστόσο δεν ήταν πάντα έτσι. Επιστημονικά χρειάστηκε, για να διαπιστωθεί και να τεκμηριωθεί, να φτάσουμε στα μέσα του 19ου αιώνα. Ένας ερευνητής (Burckhardt 1855) της ιταλικής αναγέννησης μελετά τότε τα έργα τέχνης και τα συσχετίζει με την ατμόσφαιρα της εποχής και την προσωπικότητα του κάθε καλλιτέχνη, βασισμένος σε ιστορικά στοιχεία. Βλέπει δηλαδή τη δημιουργία (ως αντικείμενο μελέτης και) ως προσωπική κατάκτηση τοποθετημένη μέσα στο ιστορικό πλαίσιο (κοινωνικό και πολιτικό).
Η μελέτη αυτή εξέπληξε πολλούς άλλους ερευνητές της  εποχής του και χάρη στην δική του συνεισφορά έχουμε σήμερα μία διαφορετική οπτική ματιά για τους δημιουργούς πολλών έργων και σίγουρα μία διαφορετική προσέγγιση στην ιστορία και την κριτική της τέχνης. Έχουμε μία διαφορετική ανά-γνωση των δημιουργών μέσα από τα έργα τους, τα δημιουργήματά τους.
Όπως όμως η ανάλυση ενός έργου (ζωγραφικού πίνακα, γλυπτού, μυθιστορήματος κ.α.)  μπορεί να μας οδηγήσει στην αντίληψη άγνωστων πτυχών του δημιουργού του, έτσι και η ανάλυση του δικού μας γραπτού δημιουργήματος μπορεί να φωτίσει, στον καθέναν από ΄μάς  άγνωστες πτυχές του δικού μας εαυτού και μέσω αυτών να μας βοηθήσει στην καλύτερη γνώση του εαυτού μας.

Η Α.Σύφαντου για να εξηγήσει με απλό τρόπο ένα από τα πολλά μονοπάτια που μπορούμε να ακολουθήσουμε στην προσπάθειά μας αυτή να χρησιμοποιήσουμε τη γραφή ως εργαλείο ανάλυσης λέει:
«Όταν ήσαστε παιδιά παίξατε ποτέ το παιχνίδι με τα σύννεφα;
Απαραίτητη προϋπόθεση τα μεγάλα χνουδωτά σύννεφα πάνω στο γαλανό φόντο του ουρανού. Μπορούσες να ξαπλώσεις στο γρασίδι με ένα φίλο και να κοιτάς τα σύννεφα μέχρι να «δεις» κάτι. Αν προσπαθούσες πολύ για αρκετή ώρα, μπορούσες να δεις όλων των ειδών τα ενδιαφέροντα πράγματα: ζώα, δράκους, το πρόσωπο ενός γέρου... Πολύ συχνά ήταν αδύνατο να δείξεις στο φίλο σου τι ανακάλυψες. Αυτό ακριβώς που είδες, μπορείς να το δεις μόνο εσύ.
Γιατί είδες αυτά τα πράγματα;
Γιατί πρόβαλες στον ουρανό κάτι από τον εαυτό σου…».

Σκεφτείτε τον τρόπο με τον οποίο προσπαθείτε να κατανοήσετε ένα όνειρό σας. Δεν αναζητούμε μήπως μέσα σε αυτό έχουν μεταμφιεστεί οι ανάγκες, τα συναισθήματά ή και οι πιέσεις που αισθανόμαστε τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή από το περιβάλλον; Με τον ίδιο τρόπο ακριβώς, μόνο που εδώ το κάνουμε με ανοιχτά μάτια, μέσα από μία ιστορία που πλάθουμε μιλάμε για μας.

Τα ερεθίσματα από μόνα τους (τα σύννεφα στο παράδειγμά μας) μπορεί να θεωρηθούν ως «ουδέτερα ερεθίσματα», ενώ ο τρόπος με τον οποίο ένα άτομο τα αντιλαμβάνεται και τα οργανώνει θεωρείται μία επέκταση (μία προβολή), του χαρακτηριστικού τρόπου αντίληψης και οργάνωσης ή των ξεκάθαρων συμβάντων της καθημερινής ζωής του.

Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι προσπαθούν να καταλάβουν ένα διφορούμενο ή αδόμητο ερέθισμα, βασίζοντας την ερμηνεία τους γι' αυτό στις ανάγκες τους, τα συναισθήματα, τις ανησυχίες, τις εσωτερικές τους συγκρούσεις, τις προηγούμενες εμπειρίες και τον τρόπο σκέψης τους εν γένει.


Η γραφή και η ανάλυσή της, αξιοποιώντας τους μηχανισμούς που συντελούνται κατά τη δημιουργία της, ανοίγει ένα παράθυρο σε σκέψεις, συναισθήματα, εμπειρίες και βιώματα, τα οποία δεν έχουμε το χρόνο ή τα μέσα για να επεξεργαστούμε. Με τον τρόπο αυτό, η γραφή «αποδιώχνει την αμεσότητα του πραγματικού» και μας ελευθερώνει. Μέσα στο παιχνίδι αυτό της απόκρυψης και της αποκάλυψης, η πλοκή της ιστορίας δεν είναι παρά μια πρόφαση…
Τελικά, ένας επιπλέον τρόπος να ξαναδούμε την προσωπική μας ιστορία και η γραφή να γίνει δημιουργική ή αν θέλετε να γίνει "βιωματική γραφή".

2011/04/12

Δύο άνθρωποι που δεν ήταν ζευγάρι.


Κάθε άνθρωπος και ένας κόσμος!

Θέλω να πω ότι το πως αντιλαμβάνεται ο καθένας μας την "πραγματικότητα" που ζούμε είναι υποκειμενικό και μπορεί να διαφέρει πολύ από άνθρωπο σε άνθρωπο.

Πρόσφατα, προέκυψε στο γραφείο, για άλλη μια φορά, το ίδιο θέμα: υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν στην "αντικειμενικότητα της πραγματικότητας"!

Έχουν δίκιο να το υποστηρίζουν!

Αλλά αν πράγματι υπάρχει πραγματικότητα - που υπάρχει, πιστέψτε με, δεν το αμφισβητώ - γιατί έχουμε ανάγκη να κολλήσουμε από κοντά εκείνο το "αντικειμενική" και δεν μας αρκεί σκέτη "η πραγματικότητα";
Μήπως για να τονίσουμε το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της; Ή τέλος πάντων το χαρακτηριστικό που εμείς θέλουμε να υπογραμμίσουμε;

Για να βάλω τη συζήτηση στο τραπέζι, διηγήθηκα αυτή την ιστορία, την οποία θεωρώ πως ήταν πολύ διδακτική για 'μένα και ίσως να είναι σημαντική και για άλλους.


Τα χρόνια που δούλευα στη Γαλλία - ακόμη ως δόκιμος- είχα ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους και έναν άντρα, γύρω στα 45, με τον οποίο δουλεύαμε κυρίως τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε στο γάμο του, με τη γυναίκα του. Δεν ήταν αυτό το αρχικό αίτημά του (το αρχικό ήταν οι κρίσεις πανικού που αντιμετώπιζε). Αυτό προέκυψε όταν, έπειτα από μερικούς μήνες, εστίασε  στις δυσκολίες "επικοινωνίας" - όπως τις χαρακτήριζε ο ίδιος - με τη σύζυγό του, οι οποίες τον "βασάνιζαν" σε τέτοιο βαθμό που κάθε φορά όταν επέστρεφε στο σπίτι του χρειαζόταν δύο και τρεις φορές να το σκεφτεί πριν περάσει το κατώφλι, με βαριά καρδιά! Ορισμένες φορές λέει πως έκανε και κύκλους με το αυτοκίνητο στα γύρω τετράγωνα για να έχει περισσότερο χρόνο.
Ο ίδιος δεν ήθελε να προτείνει στη σύζυγό του να έρθουν μαζί από φόβο ότι εκείνη θα αρνιόταν γιατί δεν τα πίστευε αυτά, όπως υποστήριζε εκείνος και επίσης επειδή του είχε δηλώσει, περισσότερες από μία φορές, πως δεν είχε να προσπαθήσει πλέον για κάτι.
Με αυτόν είχαμε ολοκληρώσει σχεδόν τη δουλειά μας, όταν είχα πάρει την απόφαση να φύγω από τη Γαλλία και να επιστρέψω Ελλάδα. Έτσι δεν αναλάμβανα νέες υποχρεώσεις, δηλαδή νέους ανθρώπους. Είχα μπροστά μου ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, σχεδόν ενός χρόνου για να ολοκληρώσω και όσες περιπτώσεις είχα ήδη αναλάβει ενώ με όσους δεν θα μπορούσα να ολοκληρώσω, είχα αναλάβει την υποχρέωση να τους προτείνω κάποιον ψυχοθεραπευτή με τον οποίο θα συνέχισαν τη δουλειά τους. Είχα ούτως ή άλλως αρκετό καιρό μπροστά μου γιατί το είχα αποφασίσει περισσότερο από ένα χρόνο πίσω, όπως σας έλεγα.
Ανάμεσα σε αυτούς που ολοκλήρωνα την ψυχοθεραπεία ήταν και μία γυναίκα.
Αυτή μετά από ένα μικρό χρονικό διάστημα και λίγο πριν φύγω από τη Γαλλία, με κάλεσε πάλι στο τηλέφωνο να μου ζητήσει να της εκδώσω μια βεβαίωση για να της καλύψει τα έξοδα η ιδιωτική ασφαλιστική της.
Της εξέδωσα την βεβαίωση και πέρασε να την πάρει από το γραφείο αλλά όταν την κοίταξε μου ζήτησε συγνώμη που θα 'πρεπε να διορθώσω κάτι που η ίδια δεν μου είχε διευκρυνήσει: θα 'πρεπε στην βεβαίωση να γράφει "η κύρια τάδε, γεννηθείς τότε, με αριθμό ταυτότητας ..., σύζυγος κυρίου τάδε..." γιατί απλά την ασφαλιστική κάλυψη την είχε μέσω του άντρα της. Γεγονός, αρκετά σπάνιο στη Γαλλία αφού όλοι οι άνθρωποι "κυκλοφορούν" με το πατρώνυμό τους και τα ονόματα των γονέων τους και αυτό αρκεί.

Τότε γίνεται η αποκάλυψη!
Η γυναίκα αυτή ήταν σύζυγος του κυρίου που έλεγα παραπάνω!
Έρχονταν και οι δύο στον ίδιο ψυχολόγο χωρίς να έχουν αναφέρει ποτέ, ο ένας στο άλλο, ότι πάνε καν σε ψυχολόγο.
Οι ιστορίες που είχα ακούσει να μου διηγούνται οι δύο άνθρωποι αυτοί δεν φαίνονταν να είχαν καμία σχέση μεταξύ τους! Τα πράγματα που τους απασχολούσαν και για τα οποία προσπαθούσαν να βρουν λύσεις ήταν διαφορετικά.
Δεν είχαν έρθει καν σε 'μένα με το αίτημα να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα από κοινού αλλά ακόμη και τα ονόματα που μου ανέφεραν στις ιδιαίτερες σχέσεις τους (φίλους, γνωστούς, συγγενείς...) ήταν τόσο διαφορετικά τα περισσότερα... και τα υπόλοιπα (όπως τα δικά τους) ήταν συνηθισμένα!
Δεν θα μπορούσε να μου έχει περάσει ποτέ από το μυαλό!
Κι όμως συνέβαινε. Ζούσαν μαζί... και τόσο διαφορετικά! Διαφορετικές πραγματικότητες!

Έχω διηγηθεί αυτή την ιστορία σε αρκετούς έως σήμερα.
Ένας νέος άνθρωπος, στο τέλος μιας συνεδρίας στην οποία κυριάρχησε το θέμα της σχέσης του, μου είπε: "θα έχεις ακούσει πολλά... αλλά φαντάζομαι πως αν εκείνη ήταν εδώ στη θέση μου, τα ίδια πράγματα θα στα είχε περιγράψει με άλλο τρόπο. Πως ξεχωρίζεις την αλήθεια;"
Νομίζω πως, του απάντησα, αυτό συμβαίνει ούτως ή άλλως ακόμη και στις θεραπείες των ζευγαριών, ακόμη και όταν και οι δυο τους βρίσκονται παρόντες.

Το ίδιο ακριβώς μου συνέβη και πρόσφατα. Δύο σύζυγοι μου παρουσίασαν τον Σαββατοβραδυνό τσακωμό τους περιγράφοντας ακόμη και τα γεγονότα με διαφορετικό τρόπο. Τα αίτια του τσακωμού ήταν διαφορετικά για τον καθένα τους. Να μη μιλήσω για τις ερμηνείες που οι ίδιοι έδωσαν! Την αιτία δηλαδή του διαπληκτισμού τους.

Αυτή την ιστορία τη διηγήθηκα επίσης και σε μια άλλη κοπέλα, μιας και παρόμοιο ήταν το θέμα και μου είπε πως "προφανώς αυτοί οι δύο ήταν αταίριαστοι".
Δεν είμαι σίγουρος. Γι'αυτό που είμαι σίγουρος είναι πως αυτοί οι δύο δεν ήταν ζευγάρι!
Είχαν σχέση αλλά τι σχέση; Σχέση έχουν και οι διαζευγμένοι...
Πάντως ζευγάρι δεν ήταν.

Μοιάζει με ανέκδοτο και θυμίζει εκείνη την ιστορία με τα ποντίκια του Watzlawick : καθόταν μέσα στο εργαστήριο πειραμάτων με ποντίκια, λέει, ένα Σάββατο πρωί και έπαιρνε ήσυχος τις σημειώσεις του όταν ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ένας εργαστηριακός. Τότε ο Watzlawick ακούει το ένα ποντίκι να λέει στο φίλο του, στο διπλανό κλουβί:
- Τον βλέπεις αυτόν;
- Ποιόν;
- Αυτόν με την άσπρη μπλούζα!
- Ε, τι;
- Λοιπόν, αυτόν εγώ τον έχω εκπαιδεύσει! Κάθε φορά που πατάω αυτό το κουμπί, αυτός με ταΐζει...

Κάθε πραγματικότητα είναι υποκειμενική - κάθε υποκείμενο και μια πραγματικότητα!
Παρ'όλα αυτά κανείς μας, νομίζω πως, δεν θα ήθελε να είναι στη θέση του ποντικιού από πολλές απόψεις, όπως πολύ σωστά μου έχουν παρατηρήσει.
Γιατί ο τρόπος του αυτός να αντιλαμβάνεται τα πράγματα είναι τουλάχιστον πολύ διαφορετικός από τον άνθρωπο που είχε τη δυνατότητα (την εξουσία) να το κλείσει στο κλουβί.

Και ξαναλέω, δεν αμφιβάλλω ούτε αμφισβητώ πως υπάρχει μια "πραγματικότητα"... αλλά πια είναι αυτή;
Αυτή που λέω εγώ ή αυτή που λες εσύ;
Αυτή που τώρα αντιλαμβάνομαι και κατανοώ ή αυτή που θα καταλάβω λίγες μέρες μετά, εκ των υστέρων;

Στον καθένα τα συμπεράσματα - θα ήταν παράλογο να πιστεύουμε πως όλοι θα συμφωνήσουμε. Κι όμως αυτό το παράλογο το προσμένουμε όταν δεν το θεωρούμε δεδομένο!
Πάντως, τουλάχιστον το όσο με αφορά, ως ψυχολόγος έχω καταλήξει: δουλεύω με την υποκειμενικότητα.

2011/02/14

Ψυχή ή σώμα: Η ζωή δεν γνωρίζει διαχωρισμό..


Άξιο παρατήρησης  πιστεύω  πως είναι το γεγονός  ότι, ένα χρόνο μετά την εμφάνιση της νέας γρίπης στη χώρα μας, θυμηθήκαμε τον πανικό που είχε προκληθεί.
Ο πανικός κατέλαβε πολλούς τότε για το πότε θα κυκλοφορήσει στην αγορά και πως θα προμηθευτούν το εμβόλιο για την νέα γρίπη…

Θα μου πείτε πως είναι λογικό. Δεν είναι;

Οι άνθρωποι φοβούνται για την υγεία τους άλλωστε σε όποιον και να πεις «δεν έγινε και τίποτε… μια γρίπη είναι!» σου επισημαίνει πως υπάρχουν και θάνατοι από τον ιό αυτόν.
Πιστεύω λοιπόν πως το φαινόμενο αυτό του πανικού με τον οποίο αντιδράσαμε έχει σχέση με το γεγονός πως αισθανόμαστε απειλή. Νιώθουμε ευάλωτοι και αδύναμοι να κάνουμε κάτι και συνειδητοποιούμε πως δεν έχουμε τον έλεγχο της κατάστασης.

Με το παράδειγμα αυτό βλέπουμε σε μεγάλη κλίμακα  αυτό που συμβαίνει σε κάθε άνθρωπο στη ζωή του. Θα μπορούσα να αναφέρω και άλλα παραδείγματα όπως η απώλεια ενός προσφιλού μας προσώπου, μία σοβαρή ασθένεια, μία καταστροφή οικονομική ή φυσική, ο χωρισμός, η συνταξιοδότηση ή ακόμη και η απώλεια της εργασίας και πολλά άλλα που συμβαίνουν στη ζωή ενός ανθρώπου και ως γεγονότα είναι ικανά να πυροδοτήσουν σύγχυση και πανικό.
Τα γεγονότα αυτά συνήθως τα ονομάζουμε ψυχοπιεστικά και συνήθως περιοριζόμαστε στο να αναφέρουμε τις ψυχολογικές προεκτάσεις και τις επιπτώσεις στον άνθρωπο αφού τα θεωρούμε ικανά να δημιουργήσουν δυσμενείς αλλαγές στην υγεία του ανθρώπου. Μπορούμε να πούμε επίσης πως πλήθος διαταραχών όπως οι κρίσης πανικού, οι καταθλίψεις κ.α. αλλά και χρόνιων νόσων όπως τα καρδιαγγειακά, η εμφάνισή τους μπορεί να σχετίζεται με έναν τέτοιο παράγοντα. Αυτή είναι μία πρώτη αντίληψη των πραγμάτων.

Τα παραπάνω έχουν τεκμηριωθεί και από μελέτες που έχουν καταλήξει σε κάποιες υποθέσεις όπως για παράδειγμα ότι άτομα που πάσχουν από κάποια ασθένεια πριν την εκδηλώσουν ζούσαν μία κατάσταση προσωπικής  ανικανοποίησης η οποία επήλθε έπειτα από κάποιο σημαντικό γεγονός στη ζωή τους ή ακόμη την διαπίστωση ότι άτομα δραστήρια και φιλόδοξα όταν νιώσουν μία έντονη ματαίωση στους στόχους τους έχουν την τάση να αναπτύσσουν στεφανιαία καρδιακή νόσο.
Αυτά επιβεβαιώνονται και από την κλινική μας εμπειρία αλλά νομίζω πως μπορούμε να κάνουμε παρόμοιες διαπιστώσεις για τους δικούς μας ανθρώπους και το σίγουρο είναι πως πάντα εξαρτάται από τις προσωπικές προδιαθέσεις όπως άλλωστε και η στάση απέναντι στα γεγονότα εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο το κάθε άτομο έχει μάθει να αντιμετωπίζει τις καταστάσεις στη ζωή του.

Επιτρέψτε μου όμως να πω πως αυτή είναι μία κάπως ρηχή προσέγγιση –όχι πως δεν ισχύει αλλά πως δεν είναι ολόκληρη η αλήθεια- γιατί πιστεύω  πως είναι κάτι παραπάνω από αυτό που λέμε!
Μέσα από τα γεγονότα αυτά διαφαίνεται ο φόβος με τον οποίο αντιμετωπίζουμε το άγνωστο, το αναπάντεχο, αυτό που νιώθουμε να μας βγάζει από το δρόμο μας. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την τρωτότητα και την ευαλωτότητά μας. Διαπιστώνουμε από κάτι το τόσο απλό όπως η γρίπη ακόμη και το φόβο που προκαλεί το «μοιραίο» όπως συνηθίζουμε να το αποκαλούμε. Το ονομάζουμε μοιραίο γιατί γνωρίζουμε πως κανείς μας δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτό.

Από παιδιά, γύρω στις ηλικίες των 8 με 10 ετών, έχουμε όλοι μας αντιληφθεί πως δεν είναι αναστρέψιμο. Όταν ήμασταν παιδιά μας απασχολούσε ο θάνατος, πολύ περισσότερο απ’όσο σήμερα πιστεύουμε  ή θυμόμαστε. Κι όμως μια ζωή μπορεί να χτίζουμε άμυνες για να μην το παραδεχτούμε. Για να το διώξουμε από το μυαλό μας. Για να μην μας επηρεάζει. Σαν να μπορούσαμε να αλλάξουμε την κατάσταση αν τον αρνηθούμε.


Μιλάω για την υπέρτατη απειλή της ζωής, δηλαδή το θάνατο.
Αν το σκεφτείτε καλύτερα, οι περισσότερες  υπερβολικές αντιδράσεις των ανθρώπων απέναντι σε τέτοια ζητήματα, όπως η ασθένεια, συνδέονται με τον φόβο του θανάτου.
Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση της ανακοίνωσης ενός γιατρού που μας περιγράφει την σοβαρή κατάσταση της υγείας μας ενώ εμείς προσπαθούμε να καταλάβουμε από το τι δεν μας αναφέρει, αντί να ακούσουμε με ακρίβεια τα όσα λέει και να διατυπώσουμε κατάλληλα τις ερωτήσεις που θα αποσαφηνίσουν το θέμα.

Τι σκέφτεται μία γυναίκα όταν ο γιατρός της αναφέρει πως από τη μαστογραφία προκύπτουν ενδείξεις οι οποίες θα χρειαστεί να αποσαφηνιστούν με περαιτέρω εξετάσεις;

Κι άλλες εξετάσεις. Περισσότερο χρόνος και αναμονή για τα αποτελέσματα. Και επιστρέφει πάλι στο γιατρό και της λέει πως πρέπει να το παρακολουθήσουν γιατί ακόμη δεν υπάρχει κάτι σίγουρο.

Πως αισθάνεται ο άντρας εκείνος που ακούει τον γιατρό να του λέει πως πρέπει να κάνει μια εξέταση επιπλέον για να διαπιστώσουν το λόγο για τον οποίο υπάρχει υπερτροφία του προστάτη;

Τι σκέπτονται αυτοί οι άνθρωποι μέχρι να γυρίσουν σπίτι τους; Πως αντιμετωπίζουν τους δικούς τους όταν μιλάνε μαζί τους; Δεν αλλοιώνεται η σχέση τους;

Ο θάνατος υπάρχει στη ζωή μας με πολλά πρόσωπα: με τη μορφή μιας αλλοίωσης, της φθοράς, της ηλικίας, του χωρισμού… και συνοδεύεται από το αίσθημα του πόνου (ψυχικού ή σωματικού), και από συναισθήματα όπως το φόβο, τις ενοχές… «έπρεπε να έχω κάνει κάτι νωρίτερα» λέει ο σύζυγος της γυναίκας εκείνης. «Έπρεπε να έχω επιμείνει περισσότερο για να με ακούσει όταν της έλεγα να πάει στο γιατρό να δει γιατί διαμαρτυρόταν συχνά για τον πόνο στο χέρι».

Και δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι ο θάνατος ή η ασθένεια ενός προσφιλού μας προσώπου φέρνει κι εμάς αντιμέτωπους, με τρόπο σκληρό, με τον δικό μας θάνατο.
Έχω παρατηρήσει –κάτι που όλοι μπορούμε να διαπιστώσουμε από τους δικούς μας ανθρώπους όταν αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα- πως σε παρόμοιες καταστάσεις λειτουργούμε με άρνηση: «μπα δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό σε 'μένα, τώρα… κάποιο λάθος θα έχει γίνει», με θυμό: «γιατί σε 'μένα;»,  με κατάθλιψη: «η ζωή όλη απειλείται και μπορεί να πεθάνω», πριν φτάσουμε στο σημείο της αποδοχής, αν αυτό συμβεί κάποια στιγμή!
Αυτές οι φάσεις δεν διαδέχονται απαραίτητα η μία την άλλη αλλά μπορούν και να συνυπάρχουν και σε κάθε περίπτωση εκφράζονται με διαφορετικό τρόπο. Μπορεί μάλιστα να επανεμφανίζονται σε διάφορες περιόδους της εξέλιξης της κατάστασης.

Πολλές φορές πάλι, οι άνθρωποι αναζητούν κάτι που θα δώσει νόημα στη ζωή τους. Έχουν ανάγκη να επαναπροσδιορίσουν τις σχέσεις τους, να επανεκτιμήσουν τις προτεραιότητές τους. Να κάνουν πράγματα που καιρό αναβάλλουν. Να αλλάξουν τα κριτήρια με τα οποία θεωρούν κάτι σημαντικό ή ασήμαντο, ωφέλιμο ή άκαιρο, ταιριαστό ή παράταιρο…

Κάποιοι ψυχοθεραπευτές που δουλεύουν με καρκινοπαθείς υποστηρίζουν μάλιστα πως ορισμένες φορές κάποιοι από αυτούς όταν βρίσκονταν μπροστά την απειλή του θανάτου παρουσιάζουν μια μεγάλη και θετική προσωπική εξέλιξη. Σαν η ασθένεια να τους θεραπεύει και οι διαπροσωπικές σχέσεις τους να εξομαλύνονται!
Παρόλο δηλαδή που η φυσική πραγματικότητα του θανάτου μας καταστρέφει, η ιδέα του μπορεί να μας «γιατρεύει»;

Ψυχή ή σώμα: Η ζωή δεν γνωρίζει διαχωρισμό. Ποιο από τα δύο εκδήλωσε πρώτο τη νόσο δεν έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί όλος ο άνθρωπος ασθενεί. Και οι άνθρωποι έχουν ανάγκες τις οποίες αναζητούν τρόπους να καλύψουν: βιολογικές, ψυχικές, κοινωνικές και πνευματικές. Δεν είναι επειδή διαχωρίσαμε σε κλάδους και ειδικότητες την επιστήμη που θα πρέπει να αντιμετωπίζουμε και τον άνθρωπο σε κομμάτια. Αντίθετα οφείλουμε να αντιλαμβανόμαστε το άνθρωπο στην ολότητά του: ως ένα.

Η επιθυμία για ζωή είναι δυνατή. Πεθαίνουμε και η επιθυμία, βρίσκεται εκεί και δεν εγκαταλείπει. Αυτό είναι και το στοιχείο που μπορεί να μας δώσει δύναμη να δουλέψουμε με τους ψυχολογικούς παράγοντες, (δηλαδή με τα στοιχεία της προσωπικότητας του ασθενή, τα βιώματα και τις εμπειρίες του, τις διαπροσωπικές του σχέσεις και τα συναισθήματα με τα οποία συνδέονται όλα αυτά και που η πολύπλοκη σύνδεσή τους οδήγησε τον ασθενή στις συμπεριφορές ή τις συνήθειες που συνετέλεσαν στη δημιουργία της πάθησής του ή ακόμα και κυρίως στην αλλαγή της συναισθηματικής του κατάστασης και στον τρόπο που βιώνει την ασθένειά του. Οφείλουμε, όλα αυτά, να μη μείνουν έξω από τη θεραπευτική διαδικασία. Διαφορετικά ο ασθενής  θα αντιμετωπισθεί σαν ένα απορυθμισμένο σύστημα που μπορεί (ή και όχι) να επισκευαστεί και να δοθεί πάλι στην κυκλοφορία με την ίδια - σπανιότερα καλύτερη - συχνά μειωμένη λειτουργικότητα.

2010/09/24

Σκέψου λίγο και απάντησε στις παρακάτω ερωτήσεις για σένα και για τον σύντροφό σου:

Με ποια λόγια θέλεις να σου πει…



  • Θέλω να με γνωρίσεις.
  • Θέλω να σε γνωρίσω καλύτερα.
  • Θέλω να σου δώσω αυτά που θέλεις.
  • Θέλω να καθίσω να μιλήσω μαζί σου.
  • Θέλω να μιλήσουμε για το μέλλον μας.
  • Θέλω να μάθω για τις αξίες και τις προτεραιότητές σου.
  • Θέλω να καταλάβω τα συναισθήματά σου.
  • Θέλω να μοιραστώ μαζί σου τις ανησυχίες μου.

2010/09/17

Σκέψου λίγο και απάντησε στις παρακάτω ερωτήσεις για σένα και για τον σύντροφό σου:

Όταν σου λέει σ’αγαπώ, τι πιστεύεις πως εννοεί και πότε;

Σε θέλω!
Τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή!
Δεν μπορώ να ζήσω  χωρίς εσένα...
Μη μου θυμώνεις!
Είσαι το καλύτερο κομμάτι του εαυτού μου...
Νιώθω άδειος –α χωρίς εσένα...
Χωρίς εσένα δεν είμαι τίποτα!
Άστο, καλύτερα!
Μου αρέσεις!
Μου 'λειψες και σε 'πεθύμησα...
Δίνεις νόημα στην ζωή μου!
Είσαι όμορφος -η!
Δεν έχει αλλάξει τίποτα για ΄μένα!
Είσαι το φώς μου!
... 


2010/09/13

Σκέψου λίγο και απάντησε στις παρακάτω ερωτήσεις για σένα και για τον σύντροφό σου:

Θέλουμε να προσφέρουμε, να ζητήσουμε κάτι ή απλά να διατυπώσουμε μια σκέψη μας και τα συναισθήματά μας. Με ποια λόγια θα του (-της) πεις…




  • Θέλω να με γνωρίσεις.
  • Θέλω να σε γνωρίσω καλύτερα.
  • Θέλω να σου δώσω αυτά που θέλεις.
  • Θέλω να καθίσω να μιλήσω μαζί σου.
  • Θέλω να μιλήσουμε για το μέλλον μας.
  • Θέλω να μάθω για τις αξίες και τις προτεραιότητές σου.
  • Θέλω να καταλάβω τα συναισθήματά σου.
  • Θέλω να μοιραστώ μαζί σου τις ανησυχίες μου.




Θέλω... Θέλω... Θέλω...


Κουραστικό ακούγεται να "Θέλω πάντα κάτι"; Αλλά πως αλλιώς μπορεί να είναι; Αν δεν έχω επιθυμία για τον άλλο...